Όλα τα κράτη αρέσκονται να λένε ότι τα όπλα που έχουν είναι καλύτερα από εκείνα των ανταγωνιστών τους, και εάν δεν το κάνουν, είναι επειδή θέλουν περισσότερα χρήματα για τον αμυντικό τους προϋπολογισμό. Κίνα και ΗΠΑ πλέον κοντράρονται στα ίσα και μόνο ένας μπορεί να είναι νικητής.
“Όταν μιλάμε για τεχνολογία πέμπτης γενιάς, δεν πρόκειται πλέον για πλατφόρμα, πρόκειται για μια οικογένεια συστημάτων «, δήλωσε ο Α/ΓΕΑ των ΗΠΑ David Goldfein σε δημοσιογράφους στο Πεντάγωνο στις 10 Αυγούστου. Ενώ στη συνέχεια προσέθεσε ότι «πρόκειται για ένα δίκτυο συστημάτων και αυτό μας δίνει ένα ασύμμετρο πλεονέκτημα, οπότε είναι άσχετη κάθε ερώτηση που συγκρίνει ένα αμερικανικό F-35 εναντίον ενός κινεζικού J-20”.
Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στα δίκτυα συστημάτων, όπου η αλληλεπίδραση και η ανταλλαγή δεδομένων είναι καθοριστικής σημασίας, αντί να σταθεροποιούνται στις επιδόσεις μεμονωμένων αεροσκαφών.
Παρόλο που οι πληροφορίες αναφορικά με το κινεζικό πρόγραμμα δεν είναι πολλές, υπάρχουν ενδείξεις ότι το κινεζικό αεροσκάφος είναι εξοπλισμένο με ένα εξελιγμένο ραντάρ, ένα ισχυρό σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου και έναν ηλεκτροπτικό – υπέρυθρο αισθητήρα που είναι παρόμοιος, στη θεωρία έστω, με τα συστήματα που διαθέτει το F-35.
Εντούτοις, ενώ είναι πιθανό ότι τα κινεζικά αεροσκάφη διαθέτουν πολύ αποτελεσματικούς αισθητήρες, οι αξιωματούχοι της Πολεμικής Αεροπορίας αμφισβητούν την ικανότητα δικτύωσης των ηλεκτρονικών συστημάτων των J-20, εκτιμώντας ότι αυτό καθιστά το F-22 ή το F-35 σε πλεονεκτική θέση, σε ενδεχόμενη σύγκρουση.
Ένας ακόμη τομέας στον οποίο η Κίνα σίγουρα έχει μειονέκτημα είναι το γεγονός ότι τα αμερικανικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς διαθέτουν ένα σύστημα που υποδεικνύουν από το κόκπιτ στον πιλότο τις διάφορες γωνίες και εμβέλεια από τις οποίες τα αεροσκάφη τους μπορούν να ανιχνευθούν και να εντοπιστούν από διάφορα εχθρικά ραντάρ.
Οι πιλότοι χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες για να αποφύγουν τον εχθρό, φροντίζοντας να αποφύγουν ζώνες όπου θα μπορούσαν να εντοπιστούν και να υπάρξει εμπλοκή. Πρόκειται για μια τεχνολογία που χρειάστηκε δεκαετίες ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να την αναπτύξουν, έπειτα από πολλές δοκιμές και λάθη.
Πηγή: National Interest