Του Δημήτρη Καιρίδη
Τα πράγματα με τη Συμφωνία των Πρεσπών έχουν πάρει τον δρόμο τους. Η Συμφωνία οδεύει προς υπερψήφιση από την ελληνική βουλή. Η χθεσινή συγκέντρωση εναντίον της, στην πλατεία Συντάγματος, δεν είχε το μέγεθος για να προκαλέσει πολιτικά γεγονότα.
Η κυβέρνηση είναι έμπειρη στην επικοινωνιακή διαχείριση τέτοιων αντιδράσεων. Στο μεταξύ, οι όποιες εσωτερικές δυσκολίες ενισχύουν το προφίλ της με τον δυτικό παράγοντα, για τις προσπάθειες που καταβάλει για την εκδίωξη της Ρωσίας από τη Βαλκανική και τη σταθεροποίηση της περιοχής.
Γύρω από τη Συμφωνία έχει στηθεί ένα λυσσαλέο πολιτικό παιχνίδι, ενόψει των επικείμενων πολλαπλών εκλογών του 2019. Για την κυβέρνηση όσοι αντιτίθενται είναι ακροδεξιοί φασίστες. Η αντιπολίτευση εμφανίζεται πιο συγκρατημένη αν και κάποιοι δεν διστάζουν να μιλήσουν για προδότες. Το κλίμα πολώνεται προς όφελος των δυο μονομάχων, συνθλίβοντας τον ενδιάμεσο χώρο και αναβιώνοντας, σε έναν βαθμό, τον ελληνικό δικομματισμό της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Ο Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποιεί ένα εθνικό ζήτημα για να συσπειρώσει γύρω του μια ευρύτερη κεντροαριστερά, με την οποία θα διεκδικήσει με αξιώσεις μια αξιοπρεπή ήττα και θα βάλει υποθήκη για επιστροφή στην εξουσία στον επόμενο εκλογικό κύκλο.
Ο Τσίπρας εμφανίζεται έτοιμος να κατέβει, στις προσεχείς εκλογές, επικεφαλής ενός ευρωπαϊκού μετώπου και μιας αντι-ρωσικής συσπείρωσης!
Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις του αποδεικνύουν έναν ηγέτη που δεν το βάζει κάτω αλλά, αντίθετα, είναι αποφασισμένος να παίρνει ρίσκα, μέχρι την τελευταία στιγμή, ποντάροντας στην κοντή μνήμη των Ελλήνων, την αδράνεια της αντιπολίτευσης και ένα αταβιστικό αντιδεξιό αντανακλαστικό μερίδας του εκλογικού σώματος.
Από την άλλη μεριά, η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη ενάντια στη Συμφωνία δεν αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη νέων βιώσιμων σχημάτων στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Η ΝΔ απέφυγε τον εσωτερικό διχασμό και θεωρεί τη δυσαρέσκεια των Δυτικών προσωρινή και διαχειρίσιμη. Η μεγάλη ανησυχία εστιάζεται στο ΚΙΝΑΛ, το οποίο κλυδωνίζεται από το αντικρουόμενο διακύβευμα που προτάσσουν οι δύο μονομάχοι: ο Τσίπρας «να καταψηφιστεί η Δεξιά» και ο Μητσοτάκης «να φύγει ο Τσίπρας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η χώρα συνεχίζει να χάνει χρόνο. Έχοντας αποτύχει να αξιοποιήσει προς όφελος της τη χρυσή πενταετία 2014-2018, με τα μηδενικά επιτόκια διεθνώς, την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου και τη μεγάλη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την οικονομική επιβράδυνση της ευρω-ζώνης και με άλυτο το πρόβλημα των τραπεζών της.
Η ισχνή ανάπτυξη βασίζεται στην αύξηση της κατανάλωσης ενώ οι επενδύσεις παραμένουν αναιμικές.
Η ιδιωτική αποταμίευση είναι αρνητική, η είσοδος στην επίσημη οικονομία είναι απαγορευτική λόγω φόρων και εισφορών, τα αντικίνητρα για εργασία έχουν πολλαπλασιαστεί αντί να μειωθούν, η παροχολογία και η αύξηση του κατώτατου μισθού υπηρετούν προεκλογικούς αλλά όχι οικονομικούς σχεδιασμούς και η κυβέρνηση δεν έχει βρει τον τρόπο να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, την ώρα που οι Σκουριές και το Ελληνικό δυσφημούν την Ελλάδα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Στο μεταξύ, παραδοσιακά, η προεκλογική περίοδος βλάπτει τα δημόσια οικονομικά, καθώς ο φοροελεγκτικός μηχανισμός αδρανεί και οι φορολογούμενοι καθυστερούν την καταβολή των φόρων.
Η παράταση της εκκρεμότητας κρίνεται από όλους τους διεθνείς αναλυτές επιβλαβής αλλά η χώρα επιμένει να κινείται στη μικροπολιτική λογική του διχασμού, της πόλωσης και της καθυπόταξης του οικονομικού στο πολιτικό. Το κόστος αυξάνει και ο λογαριασμός θα πληρωθεί, για μια ακόμα φορά, από τον δυστυχή Έλληνα πολίτη.