Του Δημήτρη Καιρίδη
Στην εισαγωγή του περίφημου Κομουνιστικού Μανιφέστου τους, το 1848, ο Κάρολος Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς εξαπέλυαν μια φράση-οβίδα, γύρω από την οποία θα περιστρέφονταν η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια πολιτική σκηνή για τις επόμενες πολλές δεκαετίες: «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομουνισμού…Δεν υπάρχει κόμμα στην αντιπολίτευση που να μην έχει καταγγελθεί ως κομουνιστικό από τους αντιπάλους του στην κυβέρνηση».
Τη δόξα των μεγάλων φιλοσόφων-επαναστατών έχει ζηλέψει εδώ και κάμποσο καιρό ο Αλέξης Τσίπρας. Για τον Έλληνα πρωθυπουργό το φάντασμα που σήμερα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, και σίγουρα πάνω από την Ελλάδα, δεν είναι άλλο από το φάντασμα του φασισμού, κι αν αυτό δεν αρκεί, και του νεοφιλελευθερισμού. Ο Τσίπρας συνεπικουρείται στην προσπάθειά του αυτή από τους πάντα χρήσιμους οργανικούς πνευματικούς ταγούς της εγχώριας «αριστερής διανόησης» που, μετ’ επιτάσεως, επιχειρηματολογούν, υπεραπλουστευτικά, ότι η σημερινή Ευρώπη είναι η Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, γεμάτη από εν δυνάμει Χίτλερ.
Με αφορμή την επικείμενη επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική βουλή, η κατά Τσίπρα «φασιστική απειλή» διογκώνεται για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα. Για τον Έλληνα ηγέτη, η επικείμενη εκλογική μάχη αποτελεί μια σύγκρουση μεταξύ δημοκρατών και φασιστών, με τον ίδιο να ηγείται των πρώτων και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ηγείται των δεύτερων. Ο διαχωρισμός αυτός είναι όχι μόνο εξωπραγματικός αλλά και επικίνδυνος.
Είναι εξωπραγματικός για μια σειρά από λόγους μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι εξής: ως αντιπολίτευση ο Τσίπρας συνέπτυξε ένα αντιμνημονιακό μέτωπο στο οποίο πρωταγωνιστούσαν πολλά φασιστοειδή στοιχεία. Χρησιμοποίησε μια χυδαία, ακραία και φασίζουσα φρασεολογία για να καταγγείλει τους πολιτικούς του αντιπάλους και τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό και να ανέλθει στην εξουσία. Αφού την κατέκτησε συμμάχησε με ένα ακροδεξιό, λαϊκιστικό, εθνικιστικό, ομοφοβικό κόμμα, με το οποίο κυβέρνησε, χωρίς προβλήματα όπως περηφανεύεται, για μια ολόκληρη τετραετία. Επί διακυβερνήσεώς του, η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης που ενδύεται τον τύπο κοινοβουλευτικού κόμματος καθυστερεί και δεν ολοκληρώνεται.
Ακόμα πιο εξωφρενικός είναι ο «αντιφασιστικός πυρετός» γύρω από το Μακεδονικό. Αίφνης, όποιος ασκεί κριτική στη Συμφωνία των Πρεσπών, όσο μετριοπαθής και καλοπροαίρετη κι αν αυτή είναι, καταγγέλλεται ως εθνικιστής και φασίστας. Το πρόβλημα είναι απλό: σημαντικές πρόνοιες της Συμφωνίας είναι αντίθετες με την επίσημη ιστορία, όπως τη διδάσκονται οι Έλληνες στο σχολείο. Η Συμφωνία αναγνωρίζει και επικυρώνει, ως μη όφειλε σε ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο, και τα δυο εθνικά αφηγήματα, το ελληνικό και το «μακεδονικό», παρόλο που, εν πολλοίς, αυτά δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους.
Στη φυσιολογική αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, και, ιδίως, των Ελλήνων της Μακεδονίας, στην αναγνώριση μιας εθνικής μακεδονικής ταυτότητας, μέσω της αναγνώρισης της μακεδονικής γλώσσας και εθνικότητας, η κυβέρνηση απαντά με το φάντασμα του φασισμού. Πρόκειται περί της απόλυτης σχιζοφρένειας να κατηγορούνται οι πολίτες από την κυβέρνησή τους για φασισμό, επειδή ενστερνίζονται την ιστορία που διδάχτηκαν στο σχολείο!
Η Συμφωνία αντί για όχημα επίλυσης μιας χρόνιας διπλωματικής εκκρεμότητας κινδυνεύει να γίνει όχημα επαναδιαίρεσης των Ελλήνων και, σίγουρα, επαναπροσδιορισμού του Αλέξη Τσίπρα. Από αντι-μνημονιακός λαϊκιστής, σε μνημονιακό νεο-φιλελεύθερο, σε μετα-μνημονιακό σοσιαλοδημοκράτη. Τελικά, ποιος θέλει τον φασισμό και έχει ανάγκη περισσότερο το φάντασμα του στην Ελλάδα σήμερα; Οι επόμενες μέρες, εν αναμονή της επικύρωσης της Συμφωνίας, θα είναι δύσκολες και, εν δυνάμει, επικίνδυνες. Θα πρέπει να επικρατήσει η υπευθυνότητα και το μέτρο και όχι η πόλωση και ο μικροκομματισμός.