Του Δημήτρη Καιρίδη
Η απόφαση για την υιοθέτηση του ευρώ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν πολιτική και βασίστηκε στη συμφωνία του Χέλμουτ Κολ με τον Φρανσουά Μιτεράν. Οι οικονομολόγοι είχαν τότε αντιδράσει αρνητικά και είχαν θεωρήσει ότι το κοινό νόμισμα στερείτο οικονομικής λογικής. Εν χορώ προέβαλαν τη θεωρία της βέλτιστης νομισματικής περιοχής για να ισχυριστούν ότι μια νομισματική ένωση χωρίς έναν κοινό προϋπολογισμό θα ήταν ευάλωτη σε ασύμμετρα σοκ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας η κυριαρχία της πολιτικής πάνω στην οικονομία ήταν ακόμα πιο εξώφθαλμη. Η απόφαση για την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ δεν είχε κανένα οικονομικό έρεισμα. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, λανθασμένη. Ωστόσο, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής, με εξαίρεση το ΚΚΕ, υποστήριξαν την υιοθέτηση του ευρώ, γιατί υπηρετούσε τον μακροπρόθεσμο εθνικό στόχο της συμμετοχής της χώρας στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι τη Συνθήκη του Μάαστριχτ υπερψήφισαν στην ελληνική βουλή όχι μόνο η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ αλλά και ο τότε Συνασπισμός.
Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους των οικονομολόγων. Η ευρωζώνη διασώθηκε μόνον χάρη στην παραβίαση των καταστατικών της αρχών και στην εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που συμπυκνώθηκε στην περίφημη φράση του διοικητή της, Μάριο Ντράγκι, ότι θα «κάνει οτιδήποτε χρειαστεί» προκειμένου να διασώσει την ακεραιότητα του ευρώ.
Μέσα στην κρίση και εξαιτίας της έχουν γίνει πολλά. Όμως, η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης παραμένει ημιτελής και γι’ αυτό η κρίση μπορεί να επανακάμψει ανά πάσα στιγμή. Το τι χρειάζεται η ευρωζώνη είναι γνωστό και δεν υπάρχει σημαντική διαφωνία μεταξύ των οικονομολόγων. Κατ’ ελάχιστο πρόκειται για τις προτάσεις του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, για τη δημιουργία ενός κοινού προϋπολογισμού, υπουργού οικονομικών, τραπεζικής ένωσης, ευρω-ομολόγου κ.ο.κ.
Ο λόγος που η οικονομική ένωση δεν προχωρά είναι η σφοδρή αντίδραση των βόρειων κρατών-μελών και, κυρίως, της Γερμανίας. Ο λόγος είναι απλός. Οι Βόρειο-ευρωπαίοι δεν θέλουν να μοιραστούν την υψηλή αξιοπιστία του αξιόχρεού τους με τους Νότιο-ευρωπαίους ούτε, πολύ περισσότερο, να χρηματοδοτήσουν, σε έναν βαθμό, τα ελλείμματά τους. Ο Βόλφανγκ Σόιμπλε είχε, μάλιστα, επιχειρηματολογήσει ότι μια μετατροπή της ευρωζώνης σε μεταβιβαστική ένωση θα οδηγούσε σε μόνιμη εξάρτηση του νότου από τον βορρά και σε αποδυνάμωση κάθε μεταρρυθμιστικής φιλοδοξίας στον νότο. Τα δισεκατομμύρια που έχει πληρώσει ο ιταλικός βορράς στον ιταλικό νότο δεν εμπόδισαν τη συνεχιζόμενη απόκλιση του ιταλικού νότου από τον πλούσιο ιταλικό βορρά.
Η αλήθεια είναι ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη για τα προβλήματα του ευρωπαϊκού νότου τη φέρει η ηγεσία του και οι επιλογές της. Όμως, εξίσου αλήθεια είναι ότι αν το ευρώ δεν αποκτήσει κάποιες νέες ισχυρές δομές θα συνεχίσει να αμφισβητείται. Η κρίση του 2008 είχε τεράστιο πολιτικό κόστος, όπως αποδεικνύεται από τη σύνθλιψη του παραδοσιακού κομματικού συστήματος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μια επανάκαμψη της κρίσης θα αποτελούσε τη χαριστική βολή για την ευρωπαϊκή ιδέα.
Για το λόγο αυτό είναι καίριας σημασίας η επιτυχία της πρότασης Μακρόν: μεταρρύθμιση του νότου σε αντάλλαγμα για τη θεσμική ενίσχυση της ευρωζώνης από τον βορρά. Μόνον έτσι θα καταφέρει η πολιτική να επιβληθεί στην οικονομία. Δυστυχώς, η Γερμανία συνεχίζει να κωλυσιεργεί και η συμπεριφορά του Ματέο Σαλβίνι δεν βοηθά να πειστούν οι Γερμανοί ψηφοφόροι για την αναγκαιότητα κάποιων παραχωρήσεων στον δοκιμαζόμενο νότο.
Τελικά, η πορεία του ευρώ στα είκοσι χρόνια από την εισαγωγή του υπήρξε αμφιλεγόμενη. Δεν είναι μόνο σύμβολο και όχημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και παραγωγός μιας τεράστιας ενδο-ευρωπαϊκής έντασης και σύγκρουσης που δεν έχει ακόμα επιλυθεί.