Του Δημήτρη Καιρίδη
Πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, την 1η Ιανουαρίου 1999, γεννήθηκε το ευρώ, το κοινό νόμισμα της Ευρώπης. Το ευρώ αντικατέστησε το ECU, την ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα. Ως κέρμα και χαρτονόμισμα, το ευρώ εισήχθη στην κυκλοφορία τρία χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 2002.
Σήμερα, το ευρώ είναι το νόμισμα σε 19 από τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 350 εκατομμύρια Ευρωπαίοι το χρησιμοποιούν στις καθημερινές συναλλαγές τους και εκατομμύρια άλλοι το έχουν ως νόμισμα, παρόλο που οι χώρες τους δεν συμμετέχουν στην ευρωζώνη, ή έχουν νόμισμα κλειδωμένο στο ευρώ.
Μετά το δολάριο, το ευρώ αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα διεθνώς, τόσο ως μονάδα συναλλαγών όσο και ως μέσο αποθησαύρισης. Η ισοτιμία του έναντι του δολαρίου είναι λίγο-πολύ εκεί που ήταν το 1999, έχοντας διαγράψει μια πορεία αρχικά βύθισης στο 0,8 του δολαρίου και εκρηκτικής ανόδου στα 1,6 δολάρια, πριν επανέλθει στην αρχική του τιμή.
Το ευρώ είναι δημιούργημα της συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992. Η συνθήκη προσπάθησε να απαντήσει στις προκλήσεις της πτώσης του κομουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και της γερμανικής ενοποίησης που είχαν μόλις προηγηθεί.
Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, με την κατάρρευση του συστήματος των κλειδωμένων ισοτιμιών του Bretton Woods, οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων τους στο πλαίσιο της ενίσχυσης και της εμβάθυνσης της κοινής αγοράς. Μετά τη συντηρητική στροφή του σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία, το 1983, και την υιοθέτηση της πολιτικής του «σκληρού φράγκου», η νομισματική πολιτική της Γαλλίας προσδέθηκε στη Bundesbank, την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας.
Η γερμανική ενοποίηση απειλούσε με περαιτέρω περιθωριοποίηση τη Γαλλία και τον ευρωπαϊκό νότο. Όπως και η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950, έτσι και το ευρώ ήταν μια γαλλική πρόταση για τον εγκυβωτισμό της γερμανικής υπερδύναμης εντός ενός ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου.
Αρχικά, η γερμανική κοινή γνώμη αντέδρασε αρνητικά και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το μάρκο που είχε αναδειχθεί στο ισχυρότερο σύμβολο της μεταπολεμικής επιτυχίας της Δυτικής Γερμανίας. Η δυτικογερμανική, ωστόσο, ηγεσία, οι τότε κυβερνώντες Χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ αλλά και οι αντιπολιτευόμενοι Σοσιαλοδημοκράτες, παρέκαμψε τις λαϊκές αντιδράσεις και υπερψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία την υιοθέτηση του ευρώ στη Bundestag, τη γερμανική ομοσπονδιακή κάτω βουλή.
Διάφορα γεγονότα, όπως η Μαύρη Τετάρτη της βρετανικής στερλίνας στις 16 Σεπτεμβρίου 1992, εδραίωσαν την πεποίθηση ότι η διαχείριση των ισοτιμιών ξένων νομισμάτων είναι μια δύσκολη υπόθεση και ότι αυτή θα παραμένει πάντα ευάλωτη στους κερδοσκόπους, ιδίως όσο στις διεθνείς αγορές χρήματος δισεκατομμύρια αλλάζουν χέρια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, καθιστώντας τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών σταγόνα στον ωκεανό και τα συναλλαγματικά τους αποθέματα ασήμαντο ανάχωμα στις επιθέσεις των αρπαχτικών funds.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι κατέληξαν ότι ο ασφαλέστερος τρόπος για την ουσιαστική άμβλυνση του συναλλαγματικού κινδύνου και την εμβάθυνση της κοινής αγοράς είναι η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων και η υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, το οποίο θα συνδιαχειρίζονται τα κράτη-μέλη του και όχι μόνη της η Γερμανία.
Το ευρώ γεννήθηκε μέσα στην ευφορία της δεκαετίας του 1990 και αποτέλεσε το πιο ισχυρό και χειροπιαστό σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όμως, στην πορεία δεν λειτούργησε όπως οι εμπνευστές του θα ήθελαν και σήμερα ο απολογισμός της εικοσαετίας που μεσολάβησε παραμένει αμφίρροπος, ιδίως για τον ευρωπαϊκό νότο. Αλλά γι’ αυτόν τον απολογισμό θα συνεχίσουμε αύριο.