Του Δημήτρη Καιρίδη
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι πολιτικά πιεσμένος. Η δημοτικότητά του βρίσκεται σε κάμψη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Ο υψηλός πληθωρισμός, που ακολούθησε την πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των Τούρκων. Η περιοριστική πολιτική που εφαρμόζεται για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός πιέζει την κατανάλωση και υποβαθμίζει περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο. Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία το 2002 βασίστηκε στην οικονομική κρίση που προηγήθηκε και η πολιτική του κυριαρχία εδραιώθηκε χάρη στην οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε. Σε μια χώρα που χρειάζεται να δημιουργεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, η οικονομία έχει άμεσο πολιτικό αντίκτυπο.
Ο Ερντογάν έχει μπροστά του τις κρίσιμες δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2019. Ο ίδιος θα ήθελε να κερδίσει και τον τρίτο μεγαλύτερο δήμο της χώρας, τη Σμύρνη, η οποία παραδοσιακά ελέγχεται από τους Κεμαλιστές. Για το σκοπό αυτό έχει επαναβεβαιώσει τη συμμαχία του με τους εθνικιστές του MHP. Τυχόν νίκη του στη Σμύρνη θα σημάνει την πλήρη περιθωριοποίηση των Κεμαλιστών του CHP. Ωστόσο, υπάρχει και η περίπτωση ο Ερντογάν να χάσει τον έναν ή και τους δυο μεγάλους δήμους της χώρας, την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Στην τουρκική πρωτεύουσα είχε επικρατήσει οριακά στις προηγούμενες εκλογές και, κάποιοι κακοθελητές θα έλεγαν, όχι μόνον με τη χρήση θεμιτών μέσων. Μια νίκη της αντιπολίτευσης σε μια από τις δυο αυτές πόλεις θα προκαλούσε πολιτικό σεισμό στην Τουρκία, ανάλογο με την προσωπική νίκη του Ερντογάν το 1994, όταν πρώτο-εκλέχθηκε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, ανοίγοντας τον δρόμο για τη βήμα-βήμα άνοδό του στην εξουσία.
Η Τουρκία είναι διχασμένη στη μέση και το αποτέλεσμα των εκλογών θα κριθεί στο νήμα. Ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να μην επιτρέψει στην αντιπολίτευση να τον αμφισβητήσει. Ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα ίσως να του πρόσφερε το πολυπόθητο προβάδισμα που αναζητά. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα δεν θα πρέπει, με κανέναν τρόπο, να του προσφέρει την ευκαιρία που αναζητά.
Κάτι αντίστοιχο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, συμβαίνει και στην Ελλάδα. Το 2019 θα είναι χρονιά τριπλών εκλογών που θα καθορίσουν τις εξελίξεις την επόμενη τετραετία. Ο Υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, βρίσκεται εξαιρετικά πιεσμένος δημοσκοπικά και κινδυνεύει να μείνει εκτός βουλής και βουλευτικής ασυλίας. Ξέρει, ωστόσο, ότι για την είσοδο στη βουλή δεν χρειάζονται περισσότεροι από 150.000 ψήφοι όταν η συμμετοχή στις εκλογές δεν ξεπερνά τα 5 εκατομμύρια. Φαίνεται, λοιπόν, να θεωρεί ότι μπορεί να τους βρει παίζοντας το εθνικιστικό χαρτί. Στην προσπάθεια αυτή συνεπικουρείται από συγκεκριμένα ΜΜΕ που κάθε βράδυ μεταδίδουν δελτία ειδήσεων σε πολεμικό κλίμα με την Τουρκία.
Η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή και δεδομένη. Η Ελλάδα τη λαμβάνει και θα πρέπει να τη λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψιν της. Ευτυχώς, οι δυο χώρες έχουν μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση της μεταξύ τους έντασης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια πολλοί «ευέξαπτοι» έχουν πάρει τη θέση πολλών έμπειρων. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μαστίζονται από μια κλιμακούμενη εσωτερική αναστάτωση, αν όχι κρίση, που δεν τις επιτρέπουν να παίξουν, με την ίδια ευχέρεια, τον πυροσβεστικό ρόλο που άλλοτε είχαν.
Όλα αυτά αυξάνουν την πιθανότητα ενός ατυχήματος. Ένα τυχόν ατύχημα θα αυξήσει δραματικά τις επιπτώσεις της διακυβέρνησης των Αλέξη Τσίπρα και Καμμένου για τη χώρα. Μετά τα χαμένα δισεκατομμύρια και τις κλειστές τράπεζες του πρώτου εξαμήνου του 2015, ένα θερμό ελληνο-τουρκικό επεισόδιο, σε χρόνο και τόπο όχι σωστά υπολογισμένο αλλά προϊόν μιας θερμοκέφαλης κλιμάκωσης, μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την Ελλάδα.