Του Δημήτρη Καιρίδη
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικά, η νομισματική ένωση του ευρώ χρήζει μεταρρύθμισης. Η αρχική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης αποδείχτηκε εντελώς ανεπαρκής να αντιμετωπίσει την κρίση του ευρώ που ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2010. Χρειάστηκε η λήψη σειράς ανορθόδοξων μέτρων, που δεν προβλέπονταν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, μια εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπό την ηγεσία του Μάριο Ντράγκι και κάποιες μεταρρυθμίσεις για να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Απομένουν, ωστόσο, πολλά να γίνουν, προκειμένου η ευρωζώνη να μην αντιμετωπίσει ξανά την υπαρξιακή κρίση που βίωσε πρόσφατα.
Το μεγάλο ερωτηματικό στη σημερινή Ε.Ε. είναι αν ο βορράς συναινέσει στην περισσότερη «Ευρώπη», η οποία είναι αναγκαία ώστε η νομισματική ένωση να αποκτήσει μια ισχυρή οικονομική διάσταση, προκειμένου να αποφύγει τις μελλοντικές αναταράξεις. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να πεισθεί ο βορράς ότι ο νότος θέλει και μπορεί να μεταρρυθμιστεί.
Η μεταρρύθμιση αυτή σημαίνει ότι οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου θα βάλουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά τους, μειώνοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα και, σταδιακά, το δημόσιο χρέος τους και ότι επιπλέον θα προχωρήσουν στις δομικές εκείνες αλλαγές στην οικονομία τους, απελευθερώνοντας αγορές και ενισχύοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία, που θα την καταστήσουν περισσότερο ανταγωνιστική.
Το στοίχημα, μεταρρύθμιση του νότου για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, ήταν εξ αρχής δύσκολο. Οι αντιστάσεις στις αλλαγές στις βολεμένες κοινωνίες του νότου ήταν μεγάλες. Για τριάντα χρόνια, η Ιταλία προτίμησε να βουλιάζει, σιγά-σιγά, σε μια γλυκιά παρακμή αντί να αλλάξει. Στο μεταξύ, οι καλύτεροι Ιταλοί μετανάστευσαν στο Λονδίνο και τη βόρεια Ευρώπη. Η άλλοτε πλουσιότερη Ιταλία, είναι σήμερα φτωχότερη από τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και την Ισπανία, με όρους κατά κεφαλή εισοδήματος. Σε είκοσι χρόνια, κινδυνεύει να είναι φτωχότερη από την Πολωνία, αν οι σημερινές τάσεις συνεχιστούν.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια ιστορική αποτυχία. Αντί, ωστόσο, η αποτυχία αυτή να κινητοποιήσει τους Ιταλούς στην κατεύθυνση των επώδυνων πρόσκαιρα αλλά ευεργετικών μακροπρόθεσμα αλλαγών, εξέλεξαν μια κυβέρνηση λαϊκιστών που αντιστρέφει την όποια πρόοδο επιτεύχθηκε, μετά την εκπαραθύρωση του Σίλβιο Μπερσλουσκόνι, από την πρωθυπουργία το 2011.
Η Γαλλία δεν θεωρεί τον εαυτό της μέρος του ευρωπαϊκού νότου. Η αλήθεια είναι ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν είναι τόσο οξυμένα όσο αυτά της Ιταλίας. Επιπλέον, έχει το υγιέστερο δημογραφικό προφίλ στην Ευρώπη και, σε τριάντα χρόνια, θα ξεπεράσει σε πληθυσμό την ίδια τη Γερμανία.
Όμως, για τους Γερμανούς, η Γαλλία είναι πιο πολύ νότος παρά βορράς. Το πιο σημαντικό είναι ότι πρόκειται για μια κοινωνία που εύκολα εξεγείρεται και που, κατ’ επανάληψη, στο παρελθόν ακύρωσε τις όποιες αλλαγές κάποιοι θαρραλέοι μεταρρυθμιστές, όπως ο πρώην πρωθυπουργός, Αλαίν Ζουπέ το 1995, τόλμησαν. Ο σημερινός Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, βρίσκεται αντιμέτωπος με την ίδια παθογένεια.
Πέρα από τα όποια λάθη χειρισμού έκανε, το βέβαιο είναι ότι οι βίαιες αντιδράσεις των Γάλλων στην πολιτική του Μακρόν στέλνουν ένα εκκωφαντικό μήνυμα στους Γερμανούς και στους υπόλοιπους Βορειοευρωπαίους ότι ο νότος δεν θέλει και δεν μπορεί να αλλάξει. Κατά συνέπεια, επιτείνεται η εντύπωση ότι η σύσφιξη της ευρωζώνης ενέχει ρίσκα για τον αξιόπιστο βορρά από την αναξιοπιστία του νότου.
Η σύνθεση και η διαγωγή της ιταλικής κυβέρνησης, το γεγονός ότι η Ισπανία κυβερνιέται από μια κυβέρνηση μειοψηφίας που δεν ελέγχει ούτε το ένα τέταρτο της βουλής και, άρα, δεν μπορεί να ψηφίσει κανένα μέτρο ούτε καν τον προϋπολογισμό, και, βέβαια, η ελληνική παροχολογία ενόψει εκλογών επιτείνουν τη δυσπιστία των Βόρειων και καθιστούν τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης ακόμα πιο δύσκολη.