Του Δημήτρη Καιρίδη
Η συμφωνία που διαπραγματεύθηκε η Τερέζα Μέι έχει ήδη περάσει τα δυο από τα τέσσερα εμπόδια, στον δρόμο για την επικύρωσή της. Την υιοθέτησε τόσο το υπουργικό συμβούλιο της Βρετανίας όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την περασμένη Κυριακή. Τώρα, έχει μπροστά της το πιο ψηλό εμπόδιο, την έγκρισή της από το Βρετανικό Κοινοβούλιο και, αργότερα, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ήδη, οι Βόρειο-Ιρλανδοί σύμμαχοι της Μέι διαμηνύουν ότι θα την καταψηφίσουν. Τα περιθώρια ελιγμών για τη Μέι είναι πολύ μικρά, δεδομένου ότι το κόμμα της έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές της 8ης Ιουνίου 2017.
Στη μεγάλη αυτή κοινοβουλευτική μάχη, η Μέι προσέρχεται έχοντας προς το παρόν αποσοβήσει τον κίνδυνο της ανατροπής της από τους υπέρμαχους του σκληρού Brexit, που εδώ και χρόνια δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να απειλούν και να τρομοκρατούν την εκάστοτε ηγεσία. Το κύριο επιχείρημά της είναι ότι η μη επικύρωση της συμφωνίας δεν οδηγεί στην επαναδιαπραγμάτευσή της αλλά σε ένα σκληρό Brexit με δυσβάστακτο οικονομικό κόστος που μπορεί να οδηγήσει σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την ακύρωση του πρώτου.
Η συμφωνία έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι από τη μια σέβεται τη ψήφο του βρετανικού λαού και από την άλλη περιορίζει, κατά το δυνατόν, το κόστος της, μέσα από μια ομαλή μετάβαση στο νέο καθεστώς. Παρά τις επιμέρους υποχωρήσεις της ΕΕ, η συμφωνία αποτελεί έναν θρίαμβο της ενωμένης Ευρώπης που, από την αρχή, έθεσε συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές και δεν μετακινήθηκε από αυτές.
Παρά της ελπίδες του Λονδίνου, η ΕΕ παρέμεινε ενωμένη. Επιπλέον, η δημοτικότητα της ΕΕ αυξήθηκε και ουδέποτε υπήρξε πιο υψηλή εδώ και δεκαετίες. Οι επιπλοκές του Brexit περισσότερο αποθάρρυναν παρά ενθάρρυναν τους όποιους επίδοξους μιμητές από την αντίπερα όχθη της Μάγχης.
Τώρα, η Ευρώπη θα πρέπει τώρα να επικεντρωθεί στην ενίσχυση της διακυβέρνησης της ευρωζώνης, μετά την εμπειρία της πρόσφατης κρίσης, και στην αντιμετώπιση της εθνικο-λαϊκιστικής πρόκλησης, με προεξέχουσα την αυταρχική διολίσθηση της Ουγγαρίας και, δευτερευόντως, της Πολωνίας.
Η Βρετανία από την πλευρά της θα συνεχίσει να ταλαιπωρείται από τις παρενέργειες του Brexit καθώς θα διαπραγματεύεται τη νέα θέση της στον κόσμο. Αν οι ρυθμοί ανάπτυξής της αποκλίνουν από τους ευρωπαϊκούς, όπως συνέβη μεταπολεμικά μέχρι τις αρχές τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ίσως ξανασκεφτεί να επιστρέψει σε 10-15 χρόνια από τώρα.
Το βέβαιο είναι ότι η Ευρώπη δεν είναι δεδομένη ούτε πανάκεια για κάθε εθνική παθογένεια. Ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικός και οποιαδήποτε εθνική επιτυχία προϋποθέτει μια μεγάλη εθνική προσπάθεια. Κι αυτό είναι, σήμερα, το πλαίσιο για την Ελλάδα και τις μεταρρυθμιστικές της δυνάμεις που θέλουν να την πάνε μπροστά.