Του Δημήτρη Καιρίδη
Ο Νίκολα Γκρούεφσκι, ο πρώην πρωθυπουργός της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κατέφυγε στην Ουγγαρία, όπου ζήτησε άσυλο. Ο Γκρουέφσκι έπρεπε κανονικά να παρουσιαστεί σήμερα, Παρασκευή, στις αρχές της ΠΓΔΜ για να οδηγηθεί στη φυλακή προκειμένου να εκτίσει την ποινή των δυο ετών που του επιβλήθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για την παράνομη προμήθεια ενός τεθωρακισμένου αυτοκινήτου. Σε βάρος του Γκρουέφσκι εκκρεμούν άλλες τέσσερις διώξεις για πολύ σοβαρότερα αδικήματα. Ο Γκρούεφσκι προτίμησε να διαφύγει από την ΠΓΔΜ, μέσω Μαυροβουνίου, με ένα αυτοκίνητο με ουγγρικές διπλωματικές πινακίδες.
Για τον ίδιο αλλά και για την ουγγρική κυβέρνηση του Βίκτορα Ορμπάν, ο Γκρούεφσκι είναι θύμα μιας πολιτικής δίωξης, υποκινούμενης από τον δισεκατομμυριούχο Τζώρτζ Σόρο. Όσο ήταν πρωθυπουργός, ο Γκρουέφσκι συνήθιζε να επιτίθεται στον Σόρο και τον είχε, κατά καιρούς, κατηγορήσει ότι αυτός χρηματοδότησε την εκστρατεία ανατροπής του, προκειμένου να διευκολυνθεί τόσο η διέλευση μεταναστών, μέσω του «βαλκανικού διαδρόμου» που διασχίζει την ΠΓΔΜ, όσο και η επίλυση του ονοματολογικού.
Πρόκειται για τις γνωστές κατηγορίες που ακούστηκαν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Νίκου Κοτζιά, και κατά την τελευταία συνεδρίαση του ελληνικού υπουργικού συμβουλίου από τον Πάνο Καμμένο. Σε κάθε περίπτωση, τις κατηγορίες αυτές τις υιοθετεί και η ουγγρική κυβέρνηση, για την οποία ο Σόρος είναι ο νούμερο ένα δημόσιος κίνδυνος για την Ουγγαρία.
Το ενδιαφέρον αλλά και το μεγάλο παράδοξο είναι ότι ενώ ο Γκρουέφσκι ήθελε να περιορίσει τη ροή των προσφύγων εξ Ανατολών προς την Ευρώπη, εμφανίζεται σήμερα ο ίδιος ως πρόσφυγας. Ταυτόχρονα, η Ουγγαρία του Ορμπάν, η οποία έχει με επιμονή αρνηθεί να δώσει προστασία σε χιλιάδες πρόσφυγες και για την οποία, βασικά, δεν υπάρχουν πρόσφυγες παρά μόνο παράνομοι μετανάστες και τρομοκράτες, είναι έτοιμη να χορηγήσει άσυλο σε έναν Βαλκάνιο πολιτικό, ο οποίος κατηγορείται για διαφθορά και μια σειρά από σοβαρά εγκλήματα, για τα οποία καλό θα ήταν να λογοδοτήσει.
Προς το παρόν, φαίνεται πως η Βουδαπέστη μπορεί να βασιστεί στην ευρύτερη αναστάτωση που το Brexit, η Ιταλία και η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την αρχηγία των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών έχει προκαλέσει στις Βρυξέλλες, για να εξακολουθήσει να ασκεί τη δική της ιδιότυπη πολιτική στα Βαλκάνια, σε αντιδιαστολή με τις προσπάθειες της Γερμανίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών.