Του Δημήτρη Καιρίδη
Η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών , η περίφημη Fed, έχει αυξήσει το βασικό επιτόκιό της σε 2,25% και έχει ανακοινώσει ότι θα συνεχίσει να το αυξάνει μέχρι το 3,5% το 2020.
Εξαιτίας της μεγάλης χρηματο-οικονομικής κρίσης του 2008, το επιτόκιο της Fed παρέμεινε σχεδόν μηδενικό, μόλις 0,25%, για 8 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 2015, προκειμένου να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την αποφυγή μιας παρατεταμένης ύφεσης. Έκτοτε, η νομισματική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών διαρκώς «σφίγγει», καθώς η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με θεαματικούς ρυθμούς και ο κίνδυνος του πληθωρισμού έχει επιστρέψει.
Η νέα πολιτική της Fed έχει τεράστιες επιπτώσεις, εξαιτίας του όγκου της αμερικανικής οικονομίας στο σύνολο της παγκόσμιας και του διεθνούς ρόλου του δολαρίου και της τεράστιας αμερικανικής χρηματαγοράς. Βασικά, το αμερικανικό επιτόκιο επηρεάζει όλα τα άλλα επιτόκια παγκοσμίως και καθορίζει το ελάχιστο όριο του «ακίνδυνου δανεισμού» διεθνώς. Ήδη, το όριο αυτό έχει αυξηθεί κατά πολύ.
Μια πρώτη συνέπεια της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων είναι η φυγή κεφαλαίων από την παγκόσμια περιφέρεια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και η άνοδος της τιμής του δολαρίου, μιας κι αυτό προσφέρει ξαφνικά καλύτερες αποδόσεις. Μια δεύτερη συνέπεια είναι η φυγή κεφαλαίων από τις μετοχές προς τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, μιας και οι αποδόσεις τους αυξάνονται σε σχέση με το παρελθόν.
Όλα αυτά δημιουργούν πίεση στις αναδυόμενες αγορές, πολλές από τις οποίες είναι αδύναμες για μια σειρά από λόγους που έχουν να κάνουν με τη λανθασμένη πολιτική που ακολούθησαν τα προηγούμενα χρόνια. Ήδη, η Αργεντινή έχει προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και έχει λάβει το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία του Ταμείου. Πολλές ακόμα χώρες παραμένουν υποψήφιες για βοήθεια από το ΔΝΤ, αρχής γενομένης από το Πακιστάν. Κίνδυνο διατρέχουν η Τουρκία, η Νότια Αφρική και, φυσικά, η Βενεζουέλα.
Η Ευρώπη αναμένεται να ακολουθήσει την αμερικανική άνοδο των επιτοκίων. Η «ποσοτική χαλάρωση» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκεται στο τέλος της.
Η άνοδος των επιτοκίων θα επιβαρύνει σημαντικά τις χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Η Ιταλία έχει το πλεονέκτημα ότι διαθέτει πολύ μεγάλη ιδιωτική αποταμίευση. Με άλλα λόγια, ότι πληρώνει το ιταλικό δημόσιο σε αυξημένους τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους του, το κερδίζουν οι Ιταλοί πολίτες και οι ιταλικές επιχειρήσεις που έχουν δανείσει το ιταλικό δημόσιο και άρα αυξάνει το εισόδημα και η φοροδοτική τους ικανότητα, από την οποία μπορεί το χρέος να εξυπηρετηθεί πιο άνετα. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η ιδιωτική αποταμίευση έχει καταρρεύσει και οι πρόσθετες δαπάνες για τόκους του δημόσιου χρέους πηγαίνουν στο εξωτερικό, αφού το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι κατά βάση εξωτερικό και όχι εσωτερικό.
Τα προηγούμενα χρόνια ήταν εξαιρετικά ευνοϊκά για τις χώρες με χρέη. Τώρα έρχονται τα δύσκολα και οι αγορές γίνονται, εκ νέου, εξαιρετικά νευρικές. Σε συνδυασμό με την άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, που έχει φθάσει τα 85 δολάρια και, στην ουσία, έχει διπλασιαστεί τα τελευταία τρία χρόνια, το διεθνές κλίμα έχει επιβαρυνθεί σημαντικά.
Η συνεχιζόμενη αδυναμία της Ελλάδας να βγει στις αγορές και η τρέχουσα απαξίωση του ελληνικού χρηματιστηρίου αποτελούν αντανάκλαση και προειδοποίηση για τους κινδύνους που σωρεύονται, ενόψει μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, η οποία μπορεί να ξαναφέρει την Ελλάδα στο σημείο μηδέν.