Του Δημήτρη Καιρίδη,
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 προκάλεσε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο πρώτα στην Κροατία και έπειτα, ακόμα χειρότερα, στη Βοσνία και δυο νατοϊκές επεμβάσεις το 1995 στη Βοσνία και το 1999 στο Κόσοβο. Η αποκατάσταση της ειρήνης άφησε πίσω της τρεις βασικές εκκρεμότητες: την ελληνο-σκοπιανή διαφορά, το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης του Κοσόβου και το πρόβλημα της δυσλειτουργίας της λύσης που προκρίθηκε για τη Βοσνία στο Ντέιτον το 1995.
Η ελληνο-σκοπιανή διαφορά, ως η ευκολότερη από τις τρεις προαναφερθείσες εκκρεμότητες, φαίνεται πως οδεύει προς την οριστική επίλυσή της, παρά τα εμπόδια που βάζει, όχι η Ρωσία, αλλά η Γαλλία, με την ανοικτή αμφισβήτηση της ενταξιακής προοπτικής της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν οι πολίτες της ΠΓΔΜ εγκρίνουν τη Συμφωνία των Πρεσπών στο πρόσεχες δημοψήφισμα θα είναι δύσκολο να αποτραπεί η ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Το ζήτημα του Κοσόβου είναι, υπό μια έννοια, σχετικά απλό. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του θέλουν την ανεξαρτησία από τη Σερβία και η Σερβία δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε τη διάθεση να επιβάλει στρατιωτικά την παρουσία της στην πρώην επαρχία της. Ωστόσο, η Σερβία κατάφερε, συμμαχώντας με τη Ρωσία και την Κίνα, που είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και διαθέτουν δικαίωμα βέτο, και εκμεταλλευόμενη την ανησυχία πολλών χωρών με μειονότητες για τη βίαιη αλλαγή των συνόρων, να μπλοκάρει την ένταξη του Κοσόβου στον Ο.Η.Ε.
Ταυτόχρονα υπάρχει το ζήτημα της μειονότητας των 140.000 Σέρβων στο Κόσοβο αλλά και της πολύ μικρότερης αλβανικής μειονότητας στην κοιλάδα του Πρέσεβο εντός της Σερβίας. Οι περισσότεροι Σέρβοι του Κοσόβου ζουν διασκορπισμένοι σε διάφορα χωριά, όμως το ένα τρίτο από αυτούς είναι συγκεντρωμένοι στον υπό σερβικό έλεγχο θύλακα της Μιτροβίτσας στο βόρειο Κόσοβο.
Η κυβέρνηση του Σέρβου Προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς έχει από καιρό υπαινιχθεί ότι επιδιώκει έναν ρεαλιστικό συμβιβασμό με την αλβανική ηγεσία του Κοσόβου. Στο πλαίσιο αυτό το βόρειο Κόσοβο θα ενωθεί με τη Σερβία και η κοιλάδα του Πρέσεβο με το Κόσοβο. Μέχρι τώρα, η αλλαγή των συνόρων ήταν ανάθεμα για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι δεν σταματούν να επιδεικνύουν έναν επιλεκτικό σεβασμό στη διεθνή νομιμότητα. Τώρα, για πρώτη φορά, η αμερικανική κυβέρνηση διαρρέει ότι δεν θα είχε αντίρρηση σε έναν συμβιβασμό αποδεκτό και από τις δυο πλευρές, ο οποίος θα επέλυε τη χρόνια εκκρεμότητα και θα αποκαθιστούσε τις σχέσεις Βελιγραφίου-Πρίστινας, προς όφελος της περιφερειακής σταθερότητας.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι μετά την ελληνο-σκοπιανή συμφωνία επίκειται και μια σέρβο-αλβανική και πως τα προβλήματα που κληρονόμησε η δεκαετία του 1990 και το τέλος του κομουνισμού οδεύουν προς την οριστική λύση τους. Έχουμε, με άλλα λόγια, εισέλθει σε ένα βαλκανικό endgame υπό αμερικανική καθοδήγηση, που χρήζει πολύ μεγάλης προσοχής για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Στους αισιόδοξους αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το πιο δύσκολο πρόβλημα παραμένει το Βοσνιακό. Εκεί το ζήτημα δεν έχει να κάνει με ιστορικές μνήμες ή μικρούς μειονοτικούς θύλακες. Εκεί η σύγκρουση είναι δομική και απολύτως υπαρκτή. Η πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού δεν πιστεύει στη Βοσνία και διαθέτει διπλή υπηκοότητα είτε με τη γειτονική Κροατία είτε με τη γειτονική Σερβία. Σημειωτέον ότι η συμφωνία του Ντέιτον επέτρεψε αυτή την εκ των έσω αμφισβήτηση του νεοσύστατου βοσνιακού κράτους. Η ουσιαστική λύση του Βοσνιακού θα αργήσει και ίσως δεν θα είναι εντελώς αναίμακτη. Έτσι, όμως, τα Βαλκάνια, παρά τη βελτίωση, θα συνεχίσουν να διαθέτουν μια τουλάχιστον εστία ανάφλεξης, πέραν των γνωστών ελληνο-τουρκικών προβλημάτων.