Η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι της είναι έτοιμοι να πανηγυρίσουν το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας. Όμως, οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές και οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι για τους Έλληνες ο ανήφορος θα συνεχιστεί για πολλά ακόμα χρόνια.
Τα στοιχεία είναι ανάμεικτα: τα θηριώδη ελλείμματα τιθασεύτηκαν αλλά η αναπτυξιακή δυναμική παραμένει ισχνή. Ένα μόνο στοιχείο αρκεί για να προβληματίσει και τον πλέον αισιόδοξο: αν στα μνημόνια μπήκαμε εξαιτίας του δημόσιου χρέος, από τα μνημόνια βγαίνουμε με το χρέος κατά 50% υψηλότερο, ως ποσοστό του ΑΕΠ!
Το σημαντικότερο είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν φαίνεται να βάζει μυαλό. Αντί να αναλογιστεί τις ευθύνες του για το πως φτάσαμε στη χρεοκοπία του 2010 αλλά και πως χάθηκε η δυναμική του 2014, όταν, στη συνέχεια, επιδεινώθηκε δραματικά η καμπύλη του χρέους, καταστράφηκαν οι τράπεζες και επιβλήθηκαν οι έλεγχοι κεφαλαίων, οι οποίοι ακόμα παραμένουν, η ελληνική ηγεσία είναι έτοιμη να ασχημονήσει πάνω στις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, μοιράζοντας υποσχέσεις που θα καταστήσουν ακόμα δυσκολότερη την πρόσβασή μας στις αγορές.
Γιατί το σημαντικό δεν είναι να βγούμε από τα μνημόνια αλλά να μπούμε στις αγορές, κάτι που προς το παρόν δεν μοιάζει εφικτό. Από σήμερα ξεκινά ουσιαστικά η προεκλογική περίοδος. Στο παρελθόν, ο προεκλογικός ανταγωνισμός επέτεινε τις μακρό-οικονομικές ανισορροπίες. Οι προσεχείς εκλογές φαίνεται πως θα κυριαρχηθούν από το ζήτημα των μεγάλων περικοπών στις συντάξεις.
Ότι κι αν ειπωθεί, ότι κι αν ακουστεί, το βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί οι συντάξεις να είναι μεγαλύτερες από τους μισθούς, δεν μπορεί οι μισθοί να αυξάνονται χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, δεν μπορεί να υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας χωρίς επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρξουν επενδύσεις αν η Ελλάδα δεν καταστεί ελκυστική για το διεθνές κεφάλαιο και άρα χωρίς μεταρρυθμίσεις σε όλη την παραγωγική αλυσίδα. Όλα τα άλλα είναι λόγια που δεν διευκολύνουν την προσπάθεια να πείσουμε τους επενδυτές, Έλληνες και ξένους, ότι we mean business.