Του Δημήτρη Καιρίδη
Η διεθνής κοινότητα, με την επιφύλαξη και στο βαθμό που αυτή υφίσταται, αποχαιρετά τον Κόφι Αννάν, ένα τιτάνα της διεθνούς διπλωματίας. Ο Αννάν διορίσθηκε Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για δυο συνεχόμενες θητείες, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο από το 1997 ως το 2006. Ο Αννάν υπήρξε ο πρώτος και ο μόνος, μέχρι τώρα, μαύρος Αφρικανός που κατέλαβε τη θέση αυτή και ο πρώτος και ο μόνος, μέχρι τώρα, Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. που προήλθε από την ίδια τη γραφειοκρατία του οργανισμού, έχοντας εργαστεί σε διάφορα παρακλάδια του από τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Κομψός, πράος, υπομονετικός και με τεράστια εμπειρία από δύσκολες διαπραγματεύσεις με διάφορα «τέρατα», τα οποία κατά καιρούς κυριάρχησαν στη διεθνή ειδησεογραφία για τα εγκλήματά τους, ο Αννάν κατέστη ο πιο εμβληματικός εκπρόσωπος του Ο.Η.Ε. και των υψηλών ιδανικών που ενέπνευσε αλλά και των μεγάλων περιορισμών που οι διεθνείς συσχετισμοί έχουν επιβάλει στη δράση του.
Ο ίδιος ο Αννάν κατηγορήθηκε για κακοδιαχείρηση και μια σειρά από λανθασμένες εκτιμήσεις και αποφάσεις που συνέβαλαν σε μεγάλες τραγωδίες, όπως η γενοκτονία στη Ρουάντα. Παρόλα αυτά, ως Γ.Γ. κατάφερε να αποκτήσει και να εκπέμψει την ανώτερη εκείνη ηθική δύναμη η οποία τον κατέστησε σημαντικό παράγοντα στις διεθνείς εξελίξεις υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης. Μάλιστα, το 2003 δεν δίστασε να διαφωνήσει ανοικτά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να καταδικάσει ως παράνομη την εισβολή τους στο Ιράκ, παρότι οι Η.Π.Α. ήταν υπεύθυνες για τον διορισμό του στη θέση του Γ.Γ., όταν προέβαλαν βέτο στην επανεκλογή του Αιγύπτιου Μπούτρος Γκάλι το 1996.
Ο Αννάν έγινε γνωστός στη χώρα μας από το περίφημο Σχέδιο του για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο εν τέλει απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους στο δημοψήφισμα του 2004. Για πολλούς, ιδίως στο εξωτερικό, το Σχέδιο Αννάν ήταν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για την επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος που τόσο έχει ταλαιπωρήσει τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και την ελληνική διπλωματία εν γένει. Παρά τις μεγάλες ατέλειές του, το σίγουρο είναι ότι υπήρξε η πιο συστηματική προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 μέχρι σήμερα. Επιπλέον, η απόρριψή του από τους Ελληνοκύπριους περιείχε ένα παράδοξο: η ελληνική πλευρά, ήδη από τη δεκαετία του 1950, ήταν αυτή που πίεζε για μια λύση στα πλαίσια του Ο.Η.Ε., όμως όταν μια τέτοια λύση ήρθε, ήταν αυτή που την απέρριψε.
Αυτό ίσως να οφείλετε στο γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες δεν συνειδητοποιούν αυτό που αποτελεί κοινή παραδοχή στις διεθνείς σχέσεις ότι δηλαδή ο Ο.Η.Ε. δεν είναι δικαστήριο και δεν απονέμει «δικαιοσύνη» αλλά αποτελεί έναν πολιτικό οργανισμό στον οποίο κουμάντο κάνουν τα αλληλο-συγκρουόμενα συμφέροντα των κρατών που τον συναποτελούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ο.Η.Ε. απλώς εξυπηρετεί τις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θα ήταν μεγάλες και χωρίς τον Ο.Η.Ε. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η λυσσαλέα αντίδραση των υπερ-συντηρητικών «America first» των Η.Π.Α. στη συμμετοχή της χώρας τους στον Ο.Η.Ε. Ο Ο.Η.Ε. δίνει φωνή στις μικρές χώρες που διαφορετικά δεν θα την είχαν αλλά βέβαια είναι λάθος να υπερεκτιμώνται οι δυνατότητες του, όπως η ιστορία του Κυπριακού έχει διδάξει εμάς τους Έλληνες.