Του Δημήτρη Καιρίδη
Η παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον από το υπουργείο εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία ακολούθησε την παραίτηση του Ντέιβιντ Ντέιβις από το υπουργείο για το Brexit, έχει προκαλέσει κρίση στην κυβέρνηση των Συντηρητικών της Τερέζας Μέι. Η αναστάτωση έχει προκληθεί από την προσπάθεια της Βρετανίδας πρωθυπουργού να προωθήσει έναν συμβιβασμό με την Ε.Ε. για ένα «μαλακό» Brexit, σύμφωνα με τον οποίο η Βρετανία θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση στην κοινή αγορά αλλά και να υπόκειται στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Το «μαλακό» Brexit υποστηρίζεται από την ισχυρή επιχειρηματική κοινότητα της Βρετανίας, η οποία κατανοεί ότι ένα «σκληρό» Brexit χωρίς ελεύθερη πρόσβαση στην μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τη βρετανική οικονομία. Από την άλλη μεριά, το «μαλακό» Brexit θέτει τη Βρετανία και, ιδίως, όλους όσους αναφανδόν προώθησαν το Brexit εξ αρχής σε μια παράδοξη θέση. Το Brexit υποτίθεται ότι θα αποκαθιστούσε τη βρετανική κυριαρχία και θα επέτρεπε στη Βρετανία να νομοθετεί ελεύθερα, κυρίαρχα και ανεξάρτητα από τις Βρυξέλλες. Το «μαλακό» Brexit καθιστά τη Βρετανία υποκείμενη στην ευρωπαϊκή νομοθεσία χωρίς, ωστόσο, η Βρετανία να συμμετέχει στη διαμόρφωσή της.
Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή του βασικού επιχειρήματος υπέρ του Brexit καθώς αντί για θέση κυριαρχίας θέτει τη Βρετανία σε θέση υποτέλειας απέναντι στην Ε.Ε. Με άλλα λόγια, καταδεικνύει το έωλο των επιχειρημάτων υπέρ του Brexit, στα οποία βασίστηκε η νίκη του στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016. Η Βρετανία μπορεί να είναι κυρίαρχη αλλά χωρίς πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, μπορεί να έχει πρόσβαση αλλά χωρίς να είναι κυρίαρχη αλλά δεν μπορεί να είναι και κυρίαρχη και να έχει πρόσβαση, όπως θα ήθελαν οι υπέρμαχοι του Brexit.
Ο χρόνος τρέχει και απομένουν μερικοί μόνο μήνες για τη σύναψη συμφωνίας με την Ε.Ε.. Η Βρετανία έχασε πολύ χρόνο προκειμένου να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα και να αποφύγουν οι Συντηρητικοί μια εσωκομματική κρίση. Καθώς η απειλή ενός μη συμφωνημένου «σκληρού» Brexit μεγαλώνει, η Μέι αποφάσισε να πάρει το ρίσκο, να προτείνει έναν συμβιβασμό και να προκαλέσει τους σκληρούς υπέρμαχους του Brexit να πάρουν θέση. Πολλοί παρέμειναν πιστοί στη Μέι καθώς φοβούνται την αναστάτωση που μπορεί να προκαλέσει πρόωρες εκλογές και να φέρει τον Τζέρεμπι Κόρμπιν και τους Εργατικούς στην εξουσία. Όμως κάποιοι στοιχίζονται πίσω από τον Τζόνσον, απαιτώντας σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος.
Η όλη ιστορία αποδεικνύει τα όρια του λαϊκισμού: τα μεγάλα λόγια είναι εύκολα και ανέξοδα. To Brexit παρουσιάστηκε ως νίκη της κυριαρχίας του βρετανικού λαού χωρίς κόστος. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι στη διαπραγμάτευση που ακολούθησε το δημοψήφισμα, η Ε.Ε. έχει το πάνω χέρι και είναι αποφασισμένη να το χρησιμοποιήσει όχι μόνο για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της αλλά και για να δώσει ένα μάθημα στους Βρετανούς και σε κάθε επίδοξο ταραξία. Τώρα, οι Βρετανοί θα πρέπει να αποφασίσουν, μέσα από το κοινοβούλιό τους (και ενδεχομένως μέσα από ένα δεύτερο δημοψήφισμα) όχι τι είδους σχέση δεν θέλουν αλλά τι είδους σχέση θέλουν με την Ευρώπη.