του Θανάση Π. Δαβάκη*
Το ζήτημα της αναβάθμισης των μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας είναι, δυστυχώς, μία ακόμη πτυχή της Εθνικής Ασφαλείας η οποία έχει πληγεί από τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα, την απουσία ουσιαστικού σχεδιασμού, την έλλειψη πολιτικής βούλησης και τις στρεβλές προτεραιότητες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το τελευταίο διάστημα, παρ’ όλο που το θέμα είναι γνωστό εδώ και αρκετά χρόνια, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και δημοσιεύματα εφημερίδων κάνουν πυκνές αναφορές στο ενδεχόμενο η υπάρχουσα ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο να ανατραπεί. Ο λόγος της κρίσιμης αυτής κατάστασης είναι η απόκτηση από την τουρκική πολεμική αεροπορία (THK) ενός συνόλου αρχικά 30 (εντός των προσεχών ετών από 2018 έως 2022) και σε βάθος χρόνου 100 αεροσκαφών F-35.
Για να αντιμετωπισθεί το μείζον αυτό θέμα, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της «Καθημερινής», το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δηλώνει ότι σχεδιάζει να προχωρήσει – παράλληλα – σε δύο σχετικές κινήσεις:
Πρώτον, στην αναβάθμιση της δύναμης των F-16 με τη διαμόρφωση F-16 Viper, το κόστος της οποίας, αν το Υπουργείο επιλέξει να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα το σύνολο των αεροσκαφών F-16 που η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει, αναμένεται να κυμανθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει η εφημερίδα, μεταξύ 1,7 και 2 δις δολάρια.
Ταυτόχρονα και σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το Υπουργείο δηλώνει ότι έχει ζητήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες τη χορηγία 20 F-35 υπό μορφή στρατιωτικής βοήθειας, καθώς το συνολικό κόστος της αγοράς (μεταξύ 2,5 και 3 δις δολάρια) είναι απαγορευτικό για την τωρινή δημοσιονομική κατάσταση.
Εν ολίγοις, το επιχείρημα ή, αν προτιμάτε πιο σύγχρονους όρους, το «αφήγημα» της συγκυβέρνησης είναι απλό και εύπεπτο: Υπάρχει κίνδυνος ανατροπής της ισορροπίας ισχύος και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες κινήσεις για να τον αποσοβήσει. Το μόνο που πρέπει να κάνει ο Ελληνικός Λαός είναι να χρηματοδοτήσει με τους φόρους του την επείγουσα και αναγκαία αυτή δαπάνη.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η πραγματικότητα είναι ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει καθυστερήσει σημαντικά να αντιληφθεί τις εξελίξεις και τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Μέχρι σήμερα, λίγοι γνωρίζουν ότι από τα τέλη του 2013, επί Κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας, άρχισαν οι διερευνητικές διαδικασίες για τη συνολική αναβάθμιση των μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας. Με την ανάληψη της εξουσίας από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ οι διαδικασίες αυτές επιβραδύνθηκαν απότομα, καθώς η νέα πολιτική ηγεσία επικαλέστηκε το υψηλό οικονομικό κόστος, ενώ στο κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο δόθηκε προτεραιότητα στη θεατρική «επαναδιαπραγμάτευση» με τους διεθνείς δανειστές.
Η καθυστέρηση αυτή έχει δύο εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες:
Πρώτον, έχει επιδεινώσει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, προκαλώντας αύξηση του κόστους που σήμερα καλούνται να καταβάλουν οι φορολογούμενοι για την αναβάθμιση των F-16. Στο πλαίσιο της προαναφερθείσας μελέτης που διεξήγαγε η κυβέρνηση της ΝΔ, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είχε αποστείλει Letter of Request και είχε δεχθεί προσφορές με σημαντικά χαμηλότερες ενδεικτικές τιμές από τους αριθμούς που δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της «Καθημερινής».
Εξ’ ίσου δυσμενής είναι και η σύγκριση της αναφερόμενης στην εφημερίδα τιμής του ελληνικού προγράμματος με το ποσό, ύψους 1,2 δις δολαρίων, που η Κορεατική Πολεμική Αεροπορία καλείται, σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις και δημοσιεύματα, να καταβάλει για τον εκσυγχρονισμό 134 αεροσκαφών της F-16. Η διαφορά στην τιμή του ελληνικού προγράμματος είναι αποτέλεσμα τόσο της καθυστέρησης στην υλοποίησή του, όσο και των σχετικών δημοσίων δηλώσεων περί επείγουσας ανάγκης στις οποίες ο κ. Καμμένος συχνά προβαίνει για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και πολιτικής επιβίωσης.
Δεύτερον, η διετής αυτή καθυστέρηση επιφέρει τον κίνδυνο να μειωθεί η επιχειρησιακή αξία της αναβάθμισης των F-16, καθώς ο χρονικός ορίζοντας της τελικής παραλαβής πλέον ξεπερνά το σημείο ένταξης των πρώτων τουρκικών F-35 σε υπηρεσία.
Η κατάσταση αυτή στο θέμα της αεροπορικής ισορροπίας ισχύος αποτελεί μία μόνο από τις πολλές περιπτώσεις, όπου οι επιλογές της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας έχουν επιφέρει άμεσες ή μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το πάγωμα των μισθολογικών ωριμάνσεων, η θεσμοθέτηση του κομματικοποιημένου συνδικαλισμού, η δημιουργία νέων δομών όπως η επικοινωνιακού χαρακτήρα «ΜΟΜΚΑ», η μακροχρόνια εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, αποτελούν μερικά παραδείγματα του κόστους που καλούνται να καταβάλουν οι πολίτες και οι Ένοπλες Δυνάμεις από τη συμπόρευση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων με τη Ριζοσπαστική Αριστερά…
*Ο κ. Θανάσης Π. Δαβάκης είναι Βουλευτής Λακωνίας και π. Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας – Το κείμενο δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καθημερινή»