Του Στιβ Κολ*
Στις 18 Αυγούστου, ο πεντάχρονος Ομράν Ντακνές γλύτωσε από μια αεροπορική επιδρομή στο σπίτι της οικογενείας του, στο Χαλέπι της Συρίας. Τα σωστικά συνεργεία τον έβγαλαν από τα χαλάσματα και τον έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο, όπου τον φωτογράφισε ο Μαχμούντ Ρασλάν, από το Κέντρο Τύπου της πόλης. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με αίμα και σκόνη. Το παιδί καθόταν σιωπηλό. Μέσα σε λίγες ημέρες, εκατομμύρια άνθρωποι είχαν δει αυτή τη φωτογραφία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις εφημερίδες. Η εικόνα αυτή θύμιζε τη φωτογραφία της 9χρονης Κιμ Φουκ, στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπως κι εκείνη του τρίχρονου Αϊλάν Κουρντί, που πνίγηκε στ? ανοιχτά των τουρκικών ακτών.
Ο Ομράν επέζησε, αλλά ο δεκάχρονος αδελφός του υπέκυψε στα τραύματά του. Η τραγωδία αυτή έφερε προς στιγμήν στο προσκήνιο τη μοίρα των Σύρων προσφύγων στις πολιορκημένες περιοχές. Στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, γίνεται ένας εμφύλιος πόλεμος από το 2012. Το καθεστώς του ‘Ασαντ ελέγχει δυτικές περιοχές, ενώ οι αντάρτες είναι οχυρωμένοι στα ανατολικά. Οι τελευταίοι περιλαμβάνουν τόσο τζιχαντιστές όσο και μέλη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, οι οποίοι βάλλουν με όχι ιδιαίτερη ακρίβεια εναντίον των κυβερνητικών περιοχών με αυτοσχέδιους όλμους. Οι δυνάμεις του ‘Ασαντ πάλι, που υποστηρίζονται από τη Ρωσία και το Ιράν, έχουν το μονοπώλιο του αέρα και τα αεροσκάφη τους βομβαρδίζουν συχνά νοσοκομεία, αγορές και κατοικίες.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια κατάσταση όπως εκείνη στο Χαλέπι να χειροτερεύει – αλλά συμβαίνει ακριβώς αυτό. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, 275.000 άνθρωποι είναι αποκλεισμένοι στις περιοχές που ελέγχουν οι αντάρτες, καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν αποκλείσει όλες τις εξόδους. Οι άνθρωποι αυτοί, και εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη, δεν έχουν ηλεκτρικό ούτε τρεχούμενο νερό. Παρά τις διαπραγματεύσεις και τις περιοδικές συμφωνίες για κατάπαυση του πυρός, η κυβέρνηση ‘Ασαντ δεν επιτρέπει τον εφοδιασμό των ανθρώπων αυτών με τρόφιμα και φάρμακα.
Οι αντάρτες και οι άμαχοι στο Χαλέπι αντέχουν, παρόλο που είναι ουσιαστικά αβοήθητοι απέναντι στις αεροπορικές επιδρομές. Εκτός από την ένοπλη αντίστασή τους, έχουν στήσει ένα δίκτυο ασθενοφόρων, γιατρών, νοσοκόμων, υπόγειων νοσοκομείων και ραδιοφωνικών σταθμών που ειδοποιούν τους κατοίκους για τις επιδρομές. Η υποδομή αυτή χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και άλλες χώρες, καθώς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και τη συριακή διασπορά.
Στις 14 Αυγούστου, το Αλ Τζαζίρα μετέδωσε ένα φιλμάκι του Δανού δημοσιογράφου Ναγκιέμπ Χάτζα για την ‘Αμυνα Σύρων Πολιτών, ένα δίκτυο 3.000 περίπου ανθρώπων που είναι γνωστοί ως «λευκά κράνη» και παρέχουν βοήθεια στους κατοίκους των βομβαρδισμένων περιοχών. Αν και οι άνθρωποι αυτοί έχουν διακηρύξει την ουδετερότητά τους, βρίσκονται καθημερινά στο στόχαστρο των δυνάμεων του ‘Ασαντ και των συμμάχων τους: Συριακά και ρωσικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν έναν στόχο, περιμένουν την εμφάνιση των σωστικών συνεργείων και βομβαρδίζουν ξανά. Είναι προφανές ότι ο ‘Ασαντ θέλει να καταστρέψει αυτά τα δίκτυα στις περιοχές των ανταρτών ώστε να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Σύμφωνα με τους Γιατρούς υπέρ των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το 90% των 350 επιθέσεων που έχουν γίνει την τελευταία πενταετία εναντίον ιατρικών εγκαταστάσεων στη Συρία είναι έργο των κυβερνητικών δυνάμεων και των Ρώσων συμμάχων τους.
Από το 2013, έχει καταστεί σαφές ότι ο Πρόεδρος Ομπάμα θεωρεί λάθος μια άμεση επέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία. Πριν από λίγες ημέρες, όμως, τουρκικές δυνάμεις με αμερικανική υποστήριξη εισέβαλαν στα εδάφη που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος. Η απροθυμία της Ουάσινγκτον να παρέμβει ευθέως είναι κατανοητή. Η κυβέρνηση Ομπάμα μπορεί όμως χωρίς αμφιβολία να κάνει περισσότερα πράγματα για να σταματήσει τις επιθέσεις της συριακής κυβέρνησης εναντίον νοσοκομείων και γιατρών.
Οι φωτογραφίες που αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορεί φυσικά να αποτελούν τη βάση μιας εξωτερικής πολιτικής. Η φωτογραφία του Ομράν αποτελεί ένα σύμβολο, μια απεικόνιση της συριακής τραγωδίας. Αν πάντως οι αντάρτες, οι άμαχοι και οι εθελοντές στο Χαλέπι πέσουν όλοι θύματα της βίαιης πολιορκίας των δυνάμεων του ‘Ασαντ, η Ιστορία θα καταγράψει περισσότερα πράγματα από μια φωτογραφία.
(Πηγή: Τhe New Yorker)
* Ο Στιβ Κολ είναι κοσμήτορας της Σχολής Δημοσιογραφίας στο Columbia University. Αρθρογραφεί στο The New Yorker. Από το 2007 έως το 2013 ήταν πρόεδρος του New American Foundation. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων. Για το «Ghost Wars: The Secret History of the CIA, Afghanistan, and Bin Laden, from the Soviet Invasion to September 10, 2001» (The Penguin Press, Φεβρουάριος 2004) τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ