Η τήρηση της συμφωνίας ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία είναι και προς το συμφέρον της Τουρκίας και το οικονομικό της συμφέρον και το διεθνές της, σχολίασε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ, συνδέοντας την ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος με «το να μην επανέλθει η θανατική ποινή και από την άλλη να κρατηθεί η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας».
Παράλληλα χαρακτήρισε τεράστιο λάθος το ζήτημα της αξιοποίησης των προσφύγων ως πολιτικό δόρυ. «Από την άλλη μεριά για να πει κανείς ότι είναι έτοιμος θα πρέπει να μιλήσει και για τον όγκο μιας τέτοιου είδους, θα έλεγε, επιθετικής ενέργειας, με την έννοια ότι δεν φυλάσσονται οι απέναντι ακτές ή τους ενθαρρύνουν» παρατήρησε.
«Η τουρκική ακτοφυλακή, πρόσθεσε, οφείλει να φυλά τα παράλια σύνορα της Τουρκίας. Αυτό είναι δική της υποχρέωση σε σχέση με τη χώρα και όχι διεθνής της υποχρέωση», ενώ «τα μέτρα τα οποία παίρνουμε αφορούν και τη φύλαξη των θαλασσίων συνόρων και την προετοιμασία υποδοχής των προσφύγων και τις διεθνείς διαδικασίες που αφορούν το πολιτικό άσυλο», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στην υπόθεση των 8 στρατιωτικών σχολίασε ότι «αν η απόφαση για άσυλο είναι αρνητική, θα εξεταστεί αυτό το θέμα. Αν η απόφαση των δικαστηρίων για παροχή πολιτικού ασύλου, με βάση του ελληνικό και το διεθνές δίκαιο, είναι θετική, αυτό σημαίνει ότι το θέμα δεν εξετάζεται».
Για δε την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αναφορικά με την υπόθεση, ο κ. Βίτσας παρατήρησε, ότι, «αλλοίμονο αν οι σχέσεις δύο χωρών εξαρτώνται μόνο από αυτά τα πράγματα, θα ήταν σαν να εξαρτιόταν οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία από το γεγονός ότι η Γερμανία δεν εκδίδει τον κ. Χριστοφοράκο. Είναι ζητήματα που επηρεάζουν μεν αλλά δεν μπορεί να είναι καθοριστικά», πρόσθεσε.
Για το μισθολόγιο των στρατιωτικών, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας ξεκαθάρισε, ότι, «είναι δεδομένο ότι σε αυτή τη φάση δεν θα υπάρχει η παραμικρή μείωση στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Το Σεπτέμβριο θα κατατεθούν τα ειδικά μισθολόγια. Από κει και πέρα υπάρχει μια ευρύτερη συζήτηση που δεν αφορά τη μείωση των μισθών».
Εξάλλου, ο κ. Βίτσας εκτίμησε ότι «αυτή τη στιγμή οι συσχετισμοί στην Ευρώπη αλλά και οι καταστάσεις που διαμορφώνονται ευνοούν, ότι μπορεί να διαπραγματευτούμε, με διάφορες τεχνικές και τρόπους, το ζήτημα του χρέους. Δηλαδή αν επιτύχουμε να μην πληρώνουμε πάνω από 15% το έτος, τόκους και χρεολύσια, σε σχέση με το χρέος, θα είναι μια ισχυρή ανάσα. Αν επιτύχουμε – και σε αυτή την κατεύθυνση δουλεύουμε – ώστε να υπάρχει μειωμένο πρωτογενές πλεόνασμα, τότε υπάρχει ένα απόθεμα σε συνδυασμό με τα άλλα, την επανεκκίνηση της οικονομίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, τότε υπάρχει ένα απόθεμα επανεπένδυσης και διαμόρφωσης όρων κοινωνικού κράτους που θα μπορέσει να μας πάει ένα βήμα παραπέρα».
Επίσης σχολίασε ότι «η δεύτερη αξιολόγηση θα κυλήσει σε ρυθμούς πιο γρήγορους σε σχέση με την πρώτη και ήδη η κυβέρνηση έχει πει ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές της» και ότι «αρχίζει και υπάρχει ένα κλίμα επενδυτικό που αφορά μεταξύ άλλων, τις δυνατότητες των εσωτερικών επενδύσεων, ιδιαίτερα της κοινωνικής οικονομίας. Αυτά δεν τα ακούμε συνήθως στα μέσα μαζική ενημέρωσης», παρατήρησε.
Η κυβέρνηση, συνέχισε, επικεντρώνεται στα θέματα της καθημερινότητας, καλώντας τις πολιτικές δυνάμεις να «μην παίζουμε ένα παιχνίδι αλλά να μας διακρίνει μία σταθερή προσήλωση, στην πραγματικότητα και την καθημερινότητα, αυτό είναι το κεντρικό θέμα. Στο βαθμό που υπάρχουν και άλλες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες συμφωνούν σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ένα ζήτημα που πρέπει να αξιολογηθεί και να ειπωθεί. Δεν υπάρχουν κάποιες μυστικές συζητήσεις που αφορούν αυτό το ζήτημα», κατέληξε.