«Ω παλληκάρια αλλόγλωσσα κι αλλόφυλα και ξένα/
Αλλά σαν απ’ των σπλάχνων μας τα σπλάχνα φυτρωμένα!»
Με αυτόν τον παλαμικό στίχο η επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Αθηνών ‘Αννα Καρακατσούλη, ξεκινάει την εισαγωγή του βιβλίου της «Μαχητές της ελευθερίας και 1821: Η ελληνική επανάσταση στη διεθνική της διάσταση», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πεδίο.
Είναι μια μελέτη 334 σελίδων βασισμένη σε αρχεία, απομνημονεύματα, μαρτυρίες, αλληλογραφίες, άρθρα, μονογραφίες, ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τους μαχόμενους φιλέλληνες. Αυτούς τους κοσμοπολίτες εθελοντές, στρατιώτες και αξιωματικούς, που προσέτρεξαν στο μέτωπο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, παίρνοντας τα όπλα υπέρ της ανεξαρτησίας ενός άλλου έθνους. Όπως σημειώνει, το φιλελληνικό πνεύμα δεν εξαντλήθηκε στο 1821 αλλά εκδηλώθηκε επίσης στην επανάσταση του 1843, στην κρητική εξέγερση του 1866 και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Πρόκειται για το ίδιο ρεύμα που αναπτύχθηκε και στα νεότερα χρόνια με την βρετανική αποστολή στην Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στον αγώνα κατά της δικτατορίας το 1967-1974 μέχρι και πρόσφατα με το κίνημα αλληλεγγύης υπέρ της Ελλάδας που υφίσταται την οικονομική κρίση .
Η καθηγήτρια στρέφεται προς τη Δύση διερευνώντας τη σχέση της επανάστασης με τις σύγχρονές της φιλελεύθερες μεσογειακές επαναστάσεις, τονίζοντας: «Σε αυτήν την πρώιμη εποχή ο εθνικισμός νοείται ως επαναστατική ιδεολογία που επιχειρεί να ανατρέψει πολιτικοκοινωνικά καθεστώτα τα οποία ερχόντουσαν σε αντίθεση με τους φορείς των νεωτερικών ιδεών».
Προσεγγίζοντας το θέμα χωρίς μυθοποίηση, φωτίζει τη διαφοροποίηση των κινήτρων που είχαν οι εθελοντές ανά έθνη, σημειώνοντας ότι για τους Γάλλους φιλέλληνες προείχε η ναπολεόντεια παράδοση, για τους ‘Αγγλους οι επενδυτικές ευκαιρίες μέσα από τα δάνεια με σκοπό τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου, για τους Γερμανούς η κλασσική παιδεία τους και η απόκτηση εμπειρίας στα όπλα με την προοπτική μιας φιλελεύθερης εξέγερσης στα πάτρια, για τους Ιταλούς η μεσογειακή αλληλεγγύη και για τους Αμερικανούς το ανθρωπιστικό τους πνεύμα σε σχέση με τη μνήμη της δικής τους επανάστασης.
Εν όψει του εορτασμού της Επανάστασης στς 25 Μαρτίου, το έργο αυτό έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η εξέγερση του ελληνικού λαού για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού δεν συνάντησε μόνο τις αντιστάσεις των κυβερνήσεων της Ιεράς Συμμαχίας, αλλά συγκίνησε τους ευρωπαϊκούς λαούς, ωθώντας επώνυμους και απλούς πολίτες να πολεμήσουν υπέρ των ελληνικών δικαίων και εναντίον των ηγετικών ελίτ των πατρίδων τους. Ήταν οι αλληλέγγυοι εν όπλοις!
Ακολουθεί η αποκλειστική δημοσίευση της ενότητας με τίτλο «Ευπειθές και πρόθυμον», στο οποίο η συγγραφέας εξιστορεί τους όρους που έθεσε το πρωτόλειο τότε υπουργείο Εσωτερικών και ‘Αμυνας για την έλευση όσων από την Ευρώπη και την Αμερική ήθελαν να πολεμήσουν υπέρ της Ελλάδας, κουβαλώντας μαζί τους και ηρωισμούς και μικρότητες… Προκαλώντας άλλοτε τον θαυμασμό και άλλοτε την καχυποψία των ελλήνων επαναστατών…
Ευπειθές και πρόθυμον
Η αναγκαιότητα δημιουργίας τακτικού σώματος στρατού καταγράφεται ήδη από τον Απρίλιο 1822, στην απόφαση του Βουλευτικού, με το γενικό σκεπτικό ότι «η τάξις απανταχού χρήσιμος και το στρατιωτικόν μάλιστα με την τάξιν και ωφελιμότερον και αναγκαιότατον». Σε μεταγενέστερο έγγραφο του Ιωάννη Κωλέττη, ως «Μινίστρου των Εσωτερικών και προσωρινού Μινίστρου του Πολέμου», βεβαιώνεται ότι «η ισχύς του νόμου […] οικονομεί εξίσου τα αυτά δικαιώματα, οφειλόμενα προς τα τέκνα της πατρίδος και τους εις την Ελλάδα διά την υπεράσπισίν της ελθόντας ξένους».
Οι προβλέψεις αναφορικά με τους Φιλέλληνες έχουν ως εξής:
λδ΄. Εις τον στρατόν θέλουσιν είναι δεκτοί οι ξένοι αξιωματικοί και στρατιώται, αν έχη χρείαν η Διοίκησις.
λε΄. Η αρχαιότης των ξένων αξιωματικών, δεχθέντων εις την δούλευσιν, θέλει θεωρείται από την ημέρας καθ’ ην έφθασαν εις την Ελλάδα, καλώς όμως αποδεδειγμένην.
λστ΄. Εκ των ξένων αξιωματικών, όσοι συγχρόνως ήλθον και έχουσι τον αυτόν βαθμόν, θέλουσι προτιμηθή εκείνοι όσων τα διπλώματα είναι αρχαιότερα.
λζ΄. Όσοι δε εις το εξής έλθωσι, θέλουσιν υποδεχθή κατά το προηγούμενον άρθρον.
λη΄. Διά τους αξιωματικούς ξένους, οίτινες θέλουσιν έλθει επομένως χωρίς να έχωσι διπλώματα, αλλά με αποδεικτικά εκδουλεύσεων και άλλα επιβεβαιωτικά τακτικά γράμματα, μένει εις την θέλησιν της Διοικήσεως να τους δεχθή εις τον ανάλογον αυτών βαθμόν ή όχι.
λθ΄. Τα διπλώματα θέλουσι προτιμώνται από τα αποδεικτικά εκδουλεύσεων και από τα επιβεβαιωτικά τακτικά γράμματα.
μ΄. Ο Μινίστρος του Πολέμου θέλει κρίνει αν είναι δεκτά τα επιβεβαιωτικά, τα οποία αναφέρονται εις το προηγούμενον άρθρον.
Η ύπαρξη ενός οργανωμένου ετοιμοπόλεμου ελληνικού στρατού από την αρχή της Επανάστασης ήταν διαδεδομένος μύθος μεταξύ των εθελοντών, μια φήμη που κυκλοφόρησε μέσα από τα άρθρα των ευρωπαϊκών εφημερίδων και συντηρήθηκε από τους φιλελληνικούς κύκλους, καθώς ενθάρρυνε τους υποστηρικτές των Ελλήνων στη Δύση και ενίσχυε την ελπίδα της νίκης. Ο Γάλλος Raffenel έφθασε να γράψει ότι διέθετε και στρατιωτικό ύμνο που δεν ήταν άλλος από τη Μασσαλιώτιδα. Για τη σύσταση και εκγύμναση ελληνικού τακτικού σώματος είχαν προηγηθεί αρκετές απόπειρες που δεν καρποφόρησαν. Αρχικά, του Κορσικανού συνταγματάρχη Baleste, πρώην αξιωματικού του Ναπολέοντα, κατ’ εντολή του Δημητρίου Υψηλάντη. Μετά τον ηρωικό θάνατο του Baleste στην Κρήτη, τον διαδέχθηκε ο Ιταλός Pietro Tarella και συγκέντρωσε δύναμη 550 ανδρών, που όμως αποδεκατίστηκαν στη μάχη του Πέτα τον Ιούλιο 1822. Ένας άλλος Πεδεμόντιος, ο Gubernatis, «επαγγελματίας μισθοφόρος», ανέλαβε ό,τι απέμενε, αλλά ήδη στις αρχές του 1823 και αυτό το σχήμα εγκαταλείφθηκε. Τον Ιούλιο 1824, η διοίκηση του Τακτικού ανατέθηκε σε έναν Έλληνα, τον Παναγιώτη Ρόδιο (1789-1851), που είχε διατελέσει υπασπιστής του Tarella και -κατά τον Debidour- φημολογείτο ότι είχε υπηρετήσει στον στρατό του Ναπολέοντα. Σύμφωνα με τον Κασομούλη, ο Ρόδιος αναβάθμισε το κύρος και την αίγλη του σώματος ξυπνώντας την αντιζηλία των ατάκτων, αν και οι εκτιμήσεις για τις υπηρεσίες του διαφέρουν σημαντικά.
Παράλληλα γίνονταν σκέψεις και ενέργειες για τη μίσθωση ξένου μισθοφορικού στρατεύματος δύναμης τεσσάρων χιλιάδων ανδρών με χρήματα που θα εξασφάλιζαν από ένα ακόμη αγγλικό δάνειο. Η απόβαση και ταχεία προέλαση του Ιμπραήμ και των εκπαιδευμένων από Ευρωπαίους αξιωματικούς αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, μεσούντος του εμφυλίου, ανέτρεψε δραματικά τους όρους του πολέμου απειλώντας την έκβαση του Αγώνα. Οι Ευρωπαίοι εκπαιδευτές στον στρατό του Μεχμέτ Αλή προέρχονταν από τον ίδιο πληθυσμό, όπως οι εθελοντές που κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα, απόστρατοι της Μεγάλης Στρατιάς οι περισσότεροι, ενώ στις τάξεις τους είχε περάσει πλέον και ο παλαίμαχος του Πέτα Gubernatis, γεγονός που καταδεικνύει τη ρευστότητα των τυπολογιών και την αστάθεια των κατατάξεων.
Στις 30 Ιουλίου 1825, υπό την πίεση των γεγονότων, όταν πια ο Ιμπραήμ έλεγχε την ενδοχώρα της Πελοποννήσου, τη Μεσσηνία και την Πάτρα, η οργάνωση ενός ελληνικού τακτικού σώματος ανατέθηκε τελικά στον Fabvier, ο οποίος είχε φθάσει στην Ελλάδα περί τα τέλη του 1823 διαφεύγοντας από την παρακολούθηση της αστυνομίας που τον νόμιζε στο Βέλγιο:
Διέτριβε προ πολλού εν Ελλάδι ο Γάλλος συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, επί Ναπολέοντος υπό τον στρατηγόν Μαρμόντην εντίμως υπηρετήσας. ‘Αγνωστος και υπό άλλο όνομα επεσκέπτετο κατ’ αρχάς τα ελληνικά στρατόπεδα, αναμιγνυόμενος ως ιδιώτης και εθελοντής προς γνώσιν των ηθών και του χαρακτήρος των ανθρώπων, μεθ’ ων διενοείτο να ταλαιπωρηθή και κινδυνεύση αφιλοκερδώς μέχρι τέλους· επεχείρησε δε, πολιορκουμένης της Κορώνης, αλλ’ ανεπιτυχώς, να βλάψη το τείχος εν ελλείψει πυροβολικού διά πυροτεχνημάτων της επινοίας του. Τον άνδρα τούτον ανέδειξεν η ελληνική κυβέρνησις, λήγοντος του Ιουνίου, αρχηγόν του Τακτικού, και εκανόνισε τα της υπηρεσίας κατά την πρότασιν αυτού, αναδείξασα ίππαρχον μεν τον Regnault de St. Jean d’Angely, διαπρέποντα διά τας στρατιωτικάς αρετάς του, γενικόν δε επιμελητήν τον εκ Μεδιολάνων κόμητα Πόρρον, αξιότιμον διά τας γνώσεις και τα υπέρ της ελευθερίας της ξενοκρατουμένης πατρίδος του παθήματά του· έδωκε δε τω αρχηγώ και εξουσίαν να προβιβάζη τους αξίους, να μεταρρυθμίση το σώμα κατά την ιδίαν αυτού κρίσιν, και να το μεταφέρη εις εξάσκησιν όπου εβούλετο· εξέδωκε δε την 11 Σεπτεμβρίου και περί απογραφής νόμον· έκτοτε το Τακτικόν επρόκοψεν.
Παραδοσιακοί οπλαρχηγοί όπως ο Μακρυγιάννης, και ακόμα περισσότερο ο Κολοκοτρώνης, υποστήριξαν την επιλογή. «Τα παθήματα έγιναν μαθήματα, και οι αποστρεφόμενοι άλλοτε αυτό εφάνησαν ήδη υπερασπισταί του», όπως το διατυπώνει ο Τρικούπης.
Ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του γράφει:
«Πήγα εις την Διοίκηση και της είπα ότι θα διαλύσω το σώμα μου και θα μπω εις το Ταχτικόν ως απλός στρατιώτης (μ’ είχαν κάνει και στρατηγόν). Τους είπα, η πατρίς χωρίς Ταχτικόν δεν πάγει εμπρός και θα μπω σ’ αυτό. Πήγα εγώ εις την Αθήνα, μόφκιασαν ένα ξύλινο ντουφέκι, ότι στο χέρι μου δούλευε ακόμα η πληγή, και γυμναζόμουν με τους στρατιώτες, και μόδωσαν και δάσκαλο χωριστά».
Στην εντολή της 4ης Ιουλίου, την ημέρα της ορκωμοσίας του, ο Fabvier απευθύνθηκε στους άνδρες: «Με γνωρίσατε ως Γάλλο μέχρι τώρα. Γίνομαι Έλληνας για όσο διάστημα θα είμαι ο διοικητής σας. Θα υπηρετήσω την πατρίδα σας με όλες μου τις δυνάμεις και με το αίμα μου, αν χρειαστεί. Σε αντάλλαγμα, αναμένω από εσάς εμπιστοσύνη και υπακοή». Ο Fabvier συγκρότησε το επιτελείο του με ξένους έμπιστους αξιωματικούς, τους Γάλλους Maillet και Robert, που κατάγονταν από τη Λωρραίνη, όπως και ο ίδιος, και τον ακολουθούσαν πιστά από την εποχή των συνομωσιών του 1820, τους Ιταλούς Abbati και κόμη Porro, δύο Έλληνες, τον Κάρπο Παπαδόπουλο και τον Κεφαλονίτη Χαράλαμπο Ιγγλέση, ανέθεσε στον επίσης Γάλλο Regnaud de Saint-Jean-d’Angély, βετεράνο του Βατερλό, την οργάνωση Ιππικού και τοποθέτησε τον Εμμανουήλ Καλλέργη επικεφαλής του Πυροβολικού. Για την επάνδρωση του τακτικού σώματος προβλεπόταν ένας κληρωτός ανά εκατό κατοίκους από κάθε περιοχή της Ελλάδας με τριετή θητεία, υπολογισμός που θεωρητικά θα έδινε έναν στρατό 21.000 ανδρών. Στα τέλη του 1825, κατά τον Τρικούπη, το σώμα του Fabvier αριθμούσε όμως μόνο 3.700 στρατιώτες, έλλειμμα που στη διεθνή ιστοριογραφία αποδίδεται είτε στη λειψανδρία των ερημωμένων από τον πόλεμο περιοχών είτε στην απροθυμία των ατάκτων να προσχωρήσουν στις νέες μεθόδους. Μια διαφορετική ερμηνεία βρίσκουμε στην
Ανασκευή του λοχαγού τότε Κάρπου Παπαδόπουλου:
«Από αυτήν την εποχήν και το επόμενον έτος ήρχησαν να παρουσιάζωνται και να ζητώσι διάφοροι, υπό το όνομα Φιλέλληνες, την εις το Τακτικόν κατάταξίν των· ήσαν ούτοι από τα διάφορα μέρη της Ευρώπης, δηλ. την Γαλλίαν, Ιταλίαν, Νεάπολιν, Πιεμόντιον, Πουρτουγαλλίαν, Ισπανίαν, και από τα φιλελεύθερα έθνη της Γερμανίας· τούτων, πολλοί μεν τω όντι είχον αισθήματα φιλελεύθερα και ζήλον διά να υπηρετήσωσι την Ελλάδα, αλλά πάντοτε απέβλεπον τον ιδιοτελή σκοπόν του να λάβωσιν ανώτερους βαθμούς. Οι περισσότεροι δε, κατατρεγμένοι όντες από τας Κυβερνήσεις των, ήρχοντο με το πρόσχημα του φιλελληνισμού· και τινές, αφού διατρίβοντες ενταύθα αρκετόν καιρόν δεν επροβιβάζοντο, μετέβαινον εις την Τουρκικήν υπηρεσίαν της Αιγύπτου· και πολλάκις αποτυγχάνοντες επέστρεφον πάλιν εις την Ελλάδα, μεταχειριζόμενοι τα πλέον χαμερπή μέσα, διά να τοποθετηθώσι.
Το περίεργον δε ήτον, ότι, οι μεν Έλληνες έμβαινον εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν απλοί στρατιώται, και, προϊόντος του καιρού, μετά πολλάς εκδουλεύσεις, ελάμβανον τους βαθμούς· οι λεγόμενοι όμως Φιλέλληνες εισήρχοντο εις την υπηρεσίαν αμέσως, με τους όποιους είχον αποκτήσει από τας Κυβερνήσεις των βαθμούς· ώστε ο Υπολοχαγός ή Συνταγματάρχης ελογίζετο ως τοιούτος από την ημέρα της κατατάξεώς του, ιδιοποιούμενος και την θέσιν και την αρχαιότητα του Έλληνος».
Την περίοδο 1824-1827 η Επανάσταση συρρικνώθηκε σημαντικά. Η αδυναμία των Ελλήνων να αναπτύξουν στρατεύματα πέρα από τις άτακτες ομάδες του ανταρτοπολέμου και η στρατηγικά μικρή έκταση της ελεύθερης Ελλάδας επέτρεπαν στις υπέρτερες δυνάμεις της Πύλης να έχουν την τοπική στρατηγική υπεροχή στα περισσότερα σημεία. Η στήριξη προς τον τακτικό στρατό ήταν ελλιπής, καθώς δεν είχε προβλεφθεί ειδικό ταμείο για τις ανάγκες των τακτικών:
«Εν όσω εσώζοντο λείψανα του αγγλικού δανείου, η κυβέρνησις εχορήγει προθύμως τα εις ύπαρξιν και διατήρησίν των υπό τον Φαβιέρον· αλλ’, αφ’ ού εξηντλήθησαν, ο στρατός ούτος εκινδύνευε να διαλυθή, ή ν’ ατακτήση. Εις αποφυγήν του κακού και εις ωφέλειαν της πατρίδος απεφάσισεν ο αρχηγός του να εκστρατεύση ποριζόμενος άλλοθεν τα προς το ζην».
Αναζητώντας διέξοδο, τον Μάρτιο 1826, ο Fabvier, με δική του πρωτοβουλία και προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφοδοσία των ανδρών του μέσω επιθέσεων σε τουρκικούς στόχους, οδήγησε το Τακτικό σε επίθεση κατά της Καρύστου στην Εύβοια. Η αντίσταση των πολιορκημένων αποδείχθηκε όμως σκληρή και άγρια, οι Έλληνες βρέθηκαν παγιδευμένοι στην παραλία, χάθηκε η πειθαρχία, και οι άπειροι τακτικοί τράπηκαν σε πανικόβλητη υποχώρηση με απώλειες περίπου 200 άνδρες. Ο Γάλλος συνταγματάρχης υπέβαλε παραίτηση «ως μη δυνάμενος να ενεργήση πλέον με τους όρους των καθεστώτων».
Μαζί υποβλήθηκαν προς την Εθνοσυνέλευση τρία έγγραφα υποστηρικτικά του Fabvier, υπογεγραμμένα από αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του Τακτικού, που απειλούσαν με μαζική παραίτηση σε περίπτωση αποπομπής του:
«Και διά να αποδείξωμεν πόσον μεγάλως ωφελήθημεν από την οδηγίαν του, αρκεί μόνον να αναφέρωμεν εν παρόδω τας προόδους του Τακτικού Σώματος εις την επιστήμην του, τας οποίας πρέπει να κηρύξωμεν ομοφώνως ότι είναι έργον της ευφυΐας του επιστημονικού στρατιωτικού πνεύματός του, και όλοι κοινώς να ομολογήσωμεν την εις ολίγον καιρόν σημαντικήν αύξησιν του Σώματος. […] Εν ενί λόγον, ημπορούμεν την σήμερον αδιστάκτως να καυχηθώμεν υπ’ όψιν της Ευρώπης, ότι τω όντι έχωμεν τακτικά στρατεύματα. […] ας μας είναι συγχωρημένον φανερά και δημοσίως να το ειπούμεν, ότι όλοι θέλομεν παραιτηθή από την δούλευσιν του Τακτικού, το οποίον με τόσην προθυμίαν και ζήλον ενηγκαλίσθημεν, αυτή δε η σεβαστή Διοίκησις, ως φρόνιμος και πατριωτική, ας προκαταλάβη όλα τα άλλα κακά επακολουθήματα, διά να μην αποδίδη εις ημάς τας ελλείψεις».
Παρά τις ηχηρές διακηρύξεις πίστεως, υπήρξαν αρκετές λιποταξίες και απειλή ανταρσίας. Η διάλυση του σώματος αποσοβήθηκε χάρη στα χρήματα που έφθασαν από την Ευρώπη μέσω του Ελβετού τραπεζίτη και φιλέλληνα Εϋνάρδου και του Gordon και επέτρεψαν την καταβολή των μισθών στους άνδρες, ενώ στην αποκατάσταση του κύρους του Fabvier συνέβαλε επίσης η καθυστερημένη εκδήλωση στήριξης εκ μέρους της «Φιλελληνικής Επιτροπής», γνωστής και ως «Φιλελληνικό Κομιτάτο», στο Παρίσι. Ο γαλλικός φιλελληνισμός είχε οργανωθεί νωρίς και σε φιλανθρωπική βάση, αρχικά μέσα από τις δράσεις της «Société de la Morale chrétienne», που είχε ιδρυθεί στο Παρίσι στα τέλη του 1821, για να προωθήσει σειρά ανθρωπιστικών υποθέσεων, όπως η κατάργηση της δουλείας και της θανατικής ποινής, η συνδρομή σε χήρες και ορφανά, η εκστρατεία κατά των τυχερών παιγνίων κ.λπ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο δεύτερος γραμματέας της, ο κόμης Charles de Rémusat, διακήρυσσε ήδη στη δεύτερη συνέλευση της Εταιρείας το 1822 ότι «εάν υπάρχει μία υπόθεση στον κόσμο που δικαιούται τη στήριξη όλων όσοι ασπάζονται τον Xριστιανισμό και τη δικαιοσύνη, αυτή είναι ασφαλώς η υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας». Στις αρχές του 1823, η Εταιρεία δημιούργησε την «Επιτροπή υπέρ των Ελλήνων προσφύγων στη Γαλλία» (Comité en faveur des Grecs réfugiés en France) με αντικείμενο τη διεξαγωγή εράνων υπέρ των Ελλήνων και σύνθεση από φιλελεύθερους Γάλλους αριστοκράτες και ορισμένους Έλληνες εγκατεστημένους στη Γαλλία, μεταξύ των οποίων και ο Κοραής. Καθώς οι καταστατικοί σκοποί της δεν επέτρεπαν στην Επιτροπή την ενίσχυση του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων, συστήθηκε μία νέα, τον Φεβρουάριο 1825, με τίτλο «Φιλανθρωπική Εταιρεία υπέρ των Ελλήνων» (Société philanthropique en faveur des Grecs) για τη συγκέντρωση πόρων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για στρατιωτική βοήθεια.
Επιπλέον, από το 1825-1826, η γαλλική Επιτροπή, φιλελεύθερη και φιλο-ορλεανική στην πλειοψηφία της, διεύρυνε τα μέλη της με την εισδοχή παλαιών βοναπαρτιστών, ενώ με την προσχώρηση του Chateaubriand έλαβε πραγματικά εθνικές διαστάσεις. Μετά την αποτυχία του στρατηγού Roche, που είχε αποβιβαστεί στο Ναύπλιο τον Απρίλιο 1825 με μυστική αποστολή να προετοιμάσει το έδαφος για την ανάρρηση στον θρόνο της ανεξάρτητης Ελλάδας του Δούκα του Νεμούρ, δευτερότοκου γιου του Δούκα της Ορλεάνης, ο Fabvier ήταν ο μόνος Γάλλος με υψηλόβαθμη θέση στις ελληνικές δυνάμεις, που θα μπορούσε να αντισταθμίσει την κυριαρχία των Βρετανών. Ενισχυμένος με τις νέες αφίξεις εθελοντών και εξοπλισμού από τη Γαλλία (περίπου εκατό άνδρες που έφθασαν συντεταγμένα με τρεις αποστολές οργανωμένες από την Επιτροπή του Παρισιού), ο Fabvier αναδιοργάνωσε το Τακτικόν τοποθετώντας στις θέσεις ευθύνης κυρίως Γάλλους και Ιταλούς αξιωματικούς. Δημιούργησε έναν επίλεκτο «Λόχο Φιλελλήνων» υπό τον Vicenzo Pisa και μετέφερε για ασφάλεια τους άνδρες του στο στρατόπεδο των Μεθάνων, στο χωριό Ντάρα, που πήρε το όνομα που διατηρεί μέχρι σήμερα: «Τακτικούπολις».
Το Τακτικόν γνώρισε διαδοχικές ήττες συμπράττοντας με άτακτα στρατιωτικά τμήματα στη μάχη του Χαϊδαρίου (Αύγουστος 1826), όπως και στην ατυχή προσπάθεια για την απελευθέρωση της Χίου (Οκτώβριος 1827 – Μάρτιος 1828), επιχείρηση την οποία ο Fabvier επέμενε να φέρει εις πέρας αψηφώντας την κοινή διακοίνωση των ναυάρχων των τριών Δυνάμεων της 12ης Οκτωβρίου 1827 να παραιτηθεί από κάθε πολεμική δράση στο νησί και να αποχωρήσει (ο Cochrane υπάκουσε, απέπλευσε, και αυτή ήταν η τελευταία του συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση). Κατά την επιστροφή του στα Μέθανα, κατηγορήθηκε για κακοδιαχείριση των πόρων που του είχαν διατεθεί. Τον Μάιο 1828, όταν η παρουσία του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος μείωνε τον ρόλο του ελληνικού Τακτικού, και αφότου ο Καποδίστριας ανέθεσε τη στρατιωτική ηγεσία στον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Richard Church, ο Fabvier υπέβαλε την παραίτησή του στον Κυβερνήτη της Ελλάδος και επέστρεψε στη Γαλλία.
Η Εθνοσυνέλευση είχε προηγουμένως αποφασίσει την τιμητική πολιτογράφηση του Fabvier με ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827 (μαζί με τον Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο, τον Γάλλο σαινσιμονιστή γιατρό Bailly και τον Βαυαρό συνταγματάρχη Heideck), επειδή: «αγαθά φρονών υπέρ της Ελλάδος, ζήλω ενθέρμω εκκαιόμενος και έργω την γνώμην επιδεικνύμενος, φέρων ενέβαλεν εαυτόν εις τα πράγματα, παντοίαν επαγγελλόμενος την υπεράσπισιν και συναγωνιζόμενος τον ιερόν αγώνα της πατρίδος, δέδοκται παντί τω έθνι, ευγνωμονούντι, εισποιήσασθαι τον άνδρα και μέλος του όλου αναδείξαι». Η ετυμηγορία του Finlay, ωστόσο, απέχει:
«Η ανάμειξη των ξένων στις υποθέσεις της Ελλάδας ήταν γενικώς ατυχής, συχνά άφρονος [injudicious] και ενίοτε ανέντιμη [dishonest]. Λίγοι από τους αξιωματικούς που μπήκαν στις ελληνικές δυνάμεις έκαναν κάτι αντάξιο της προηγούμενης φήμης τους. Οι καριέρες του Normann, του Fabvier, του Church και του Cochrane σημαδεύτηκαν από μεγάλες αποτυχίες. Ο Frank Hastings ήταν ίσως ο μοναδικός ξένος που ο χαρακτήρας και οι πράξεις του είχαν τα στοιχεία πραγματικής δόξας».
Αντίστοιχη είναι η κρίση του Αμερικανού συνταγματάρχη Jonathan P. Miller (1797-1847), που ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1824 και επέστρεψε το 1827, με το τελευταίο κύμα εθελοντών, για να επιβλέψει τη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας για τους αμάχους που συγκέντρωσαν οι φιλελληνικές επιτροπές της Βοστώνης και της Νέας Υόρκης:
«Ο Στρατηγός Sir Richard Church, που έφθασε στην Ελλάδα περίπου την ίδια εποχή με τον Λόρδο Cochrane, δεν κατόρθωσε, όπως και ο δεύτερος, να κάνει τίποτα για το καλό της Ελλάδας. Αν και λέγεται ότι ο Στρατηγός διαθέτει όλα τα προσόντα ενός τζέντλεμαν, και ότι φέρεται πάντα ανάλογα, η στρατιωτική του καριέρα στην Ελλάδα χρησίμευσε μόνο για να αποδείξει πόσο μικρή σημασία μπορεί να έχει ένας εντυπωσιακός τίτλος, όταν κανείς διαθέτει μόνο τις προσωπικές του ικανότητες χωρίς τη συνδρομή μιας ισχυρής κυβέρνησης.
Κατά τη γνώμη μου (και νομίζω ότι δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι), εάν ο Cochrane και ο Church δεν είχαν έρθει στην Ελλάδα, η Αθήνα θα βρισκόταν σήμερα στα χέρια των Ελλήνων και ο γενναίος Καραϊσκάκης θα ήταν ζωντανός και θα θριάμβευε σε όλη την Αττική».
Η συζήτηση αυτή παραμερίστηκε, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέλαβαν ενεργή δράση έναντι των εμπολέμων. Το πρώτο επίσημο δείγμα για τη μεταστροφή του διεθνούς κλίματος ήταν η υπογραφή του αγγλο-ρωσικού Πρωτοκόλλου της Αγίας Πετρούπολης, στις 4 Απριλίου 1826, το οποίο σε έξι σύντομα άρθρα προέβλεπε την ανάληψη διαμεσολάβησης των δύο χωρών στον πόλεμο μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επαναστατημένων Ελλήνων. Η Ρωσία απομακρυνόταν πλέον από τη συμμαχία της με τις απολυταρχικές δυνάμεις της Ευρώπης, την Αυστρία και την Πρωσία, ενώ προβλεπόταν πρόσκληση στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες να προσχωρήσουν στην πρωτοβουλία, πράγμα που έπραξε η Γαλλία τον επόμενο χρόνο, θέλοντας να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 6 Ιουλίου 1827, με επτά δημόσια άρθρα και τρία μυστικά, έθετε περιθώριο ενός μηνός (που περιορίστηκε σε δεκαπέντε ημέρες από τον Canning) για την αποδοχή της διαμεσολάβησης και την κήρυξη ανακωχής, ειδάλλως οι τρεις Δυνάμεις θα επενέβαιναν. Η γενικότητα των όρων εμπλοκής δημιουργούσε όλες τις προϋποθέσεις επαπειλούμενης σύγκρουσης μεταξύ των στόλων που περιπολούσαν στη Μεσόγειο, η οποία έγινε γεγονός στις 20 Οκτωβρίου 1827. Ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος, που βρισκόταν αγκυροβολημένος στον κόλπο του Ναβαρίνου, ενεπλάκη σε ναυμαχία με τους τρεις ευρωπαϊκούς στόλους υπό τους ναυάρχους Edward Codrington, Henri de Rigny και Lodewijk Heyden, που παρεμπόδιζαν τον απόπλου του, με αποτέλεσμα την καταβύθισή του.
Η απήχηση της είδησης στη διεθνή κοινή γνώμη γι’ αυτήν, που έμελλε να καταγραφεί ως η τελευταία αξιόλογη ναυμαχία στην Ιστορία μεταξύ ξύλινων ιστιοφόρων, κυμαίνεται από «λαμπρό επίτευγμα» μέχρι «αξιοθρήνητο γεγονός». Ο ίδιος ο Codrington ανέλαβε μακρά δικαστική διαμάχη, για να αποδείξει ότι δεν είχε υπερβεί τις οδηγίες του και να εξασφαλίσει την αποζημίωση των ανδρών του. Το περιστατικό έχει επίσης πλούσια βιβλιογραφία από νομικής πλευράς με ενδιαφέροντα ερωτήματα για τη νομιμότητα της σύγκρουσης χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου, εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πρώιμη «ανθρωπιστική επέμβαση», σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία, και κατά πόσο έβρισκαν εφαρμογή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι προβλέψεις του ευρωπαϊκού διεθνούς δικαίου.
Για τον δικό μας προβληματισμό εδώ, η ναυμαχία του Ναβαρίνου σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα νέο επίπεδο της σχέσης της Επανάστασης με τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Η ανάληψη της πρωτοβουλίας από τα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια φέρνει ουσιαστικά το τέλος του Φιλελληνισμού ως ριζοσπαστικού επαναστατικού κινήματος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1828, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο το μικρό γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, 15.000 άνδρες υπό τον στρατηγό Maison, που ανέλαβε την επίβλεψη της εκκένωσης των τουρκικών και αιγυπτιακών δυνάμεων. Ο πόλεμος συνεχίστηκε για λίγο στα δύο άκρα της Ελλάδας, την Ακαρνανία από τον Church και τη Χίο από Fabvier. Οι ξένοι μαχητές που είχαν απομείνει άρχισαν να αποχωρούν για τα νέα μέτωπα της Πορτογαλίας, του Βελγίου και της Πολωνίας, και ακόμα και ο συστηματικός παρατηρητής των ελληνικών υποθέσεων αββάς de Pradt δίνει το πέμπτο και τελευταίο του έργο σχετικά με την Ελλάδα, το 1828.