«Τελειώνουμε με την περίοδο και των εθνικών προμηθευτών και των αλόγιστων εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα οποία δεν ‘έβλεπαν’ σε βάθος» δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας στην εκπομπή “Δεύτερη Ανάγνωση” του ραδιοφωνικού σταθμού του ΑΠΕ-ΜΠΕ, “Πρακτορείο 104,9 FM”.
«Είμαστε σε περίοδο στενών οικονομικών, αλλά αυτό μας δίνει και καινούργιες δυνατότητες. Οι καινούργιες δυνατότητες είναι με λίγα χρήματα να παράξουμε το μέγιστο αποτέλεσμα. Εμείς, αυτή τη στιγμή, προετοιμαζόμαστε μαζί με τα κεντρικά επιτελεία σε μια τολμηρή αλλά πολύ σταθερή ανασυγκρότηση του ίδιου του Στρατού· ήδη βρισκόμαστε σε πολύ προωθημένο επίπεδο ώστε να πάρουμε αποφάσεις και δεύτερον τελειώνουμε με την περίοδο και των εθνικών προμηθευτών και των αλόγιστων εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα οποία δεν έβλεπαν σε βάθος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βίτσας, εξηγώντας ότι «υπήρχαν αγορές μόνο στη βάση της τιμής κτήσης και χωρίς να υπολογίζεται το βάθος, πόσο χρειάζεται για συντήρηση για όλα αυτά τα χρόνια που τα συστήματα αυτά είναι εν ζωή».
Ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας αναφέρθηκε και στο ζήτημα του συνεχούς εκσυχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, σημειώνοντας: «Εμείς έχουμε βάλει ως βασικό στοιχείο τη συντήρηση των υπαρχόντων συστημάτων και τον εκσυγχρονισμό τους και τη συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας -κρατικής και ιδιωτικής- σε αυτό το πράγμα. Κι έχουμε μεγάλες δυνατότητες, γι’ αυτό άλλωστε βρεθήκαμε στη διεθνή έκθεση στις ΗΠΑ. Δεν βρεθήκαμε ούτε για να αγοράσουμε ούτε για να πουλήσουμε. Βρεθήκαμε για να ανοίξουμε δρόμους, συνεργασίες της αμυντικής μας βιομηχανίας με μεγάλες εταιρείες κρατικές ή ιδιωτικές του εξωτερικού ώστε να παράγεται προστιθέμενη αξία και για την οικονομία, αλλά και συγχρόνως εκεί που είμαστε σε συμμετοχή στο 10% από την πλευρά της αμυντικής βιομηχανίας στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων, να πολλαπλασιάσουμε αυτό το ποσοστό».
Ο κ. Βίτσας αναφέρθηκε ακόμη στην έρευνα που πραγματοποιείται από τη Διεύθυνση Ιστορίας του Στρατού στα αρχεία της Βέρμαχτ, επισημαίνοντας πως σήμερα, στο πλαίσιο των δύο εορτασμών -της απελευθέρωσης της Αθήνας και της 28ης του Οκτώβρη- έχει προγραμματιστεί στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας μια εκδήλωση, η οποία αφορά την ανάδειξη της δουλειάς που έχει γίνει πάνω σε αυτά τα αρχεία.
«Υπάρχει το ζήτημα του κατοχικού δανείου π.χ. Τέτοια έγγραφα θα εμφανιστούν και σήμερα. Αξιώνουμε τα δικαιώματά μας και νομίζω ότι εδώ έχουμε μπροστά μας μια πληγή που πρέπει να κλείσει και όλοι στην Ευρώπη θα πρέπει σε αυτή την κατεύθυνση να ενδιαφερθούν και η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να το θέλει ώστε να κλείσει αυτό το κομμάτι της ιστορίας, η οποία έχει πολύ ηθικό ζήτημα μέσα», σημείωσε και πρόσθεσε: «Όπως είπε και ο Μανώλης ο Γλέζος, κι ένα μάρκο να ήταν, εμείς θα έπρεπε να το διεκδικήσουμε».
Ανέδειξε δε την οικονομική πτυχή του ζητήματος, το οποίο, όπως τόνισε, «πρέπει να κλείσει, όπως έχει κλείσει με μια σειρά άλλες χώρες» και υπογράμμισε τη σημασία που έχει «να μάθει και ο ελληνικός λαός όλη την αλήθεια, μέσα σε αυτή την πορεία διεκδίκησης, ιδιαίτερα του κατοχικού δανείου, που δεν αμφισβητείται από κανέναν».
Μεταξύ των εγγράφων που έχει μελετήσει η Διεύθυνση Ιστορίας του Στρατού είναι ένα έγγραφο που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τους καταδότες και ο τρόπος που τους αντάμειβαν, ενώ ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται είναι η σύληση του εθνικού μας πλούτου, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, από τους Ναζί.
Υπογραμμίζοντας τη σημασία της δουλειάς της Διεύθυνσης Ιστορίας του Στρατού, ο κ. Βίτσας ανέφερε -μεταξύ άλλων- ότι «ένας λαός που βάζει σε λήθη το παρελθόν του τότε έχει πολλά προβλήματα σε σχέση με το παρόν και το μέλλον».
Σε ό,τι αφορά τη θέση της Ελλάδας σε μια “θερμή”, αυτή την περίοδο, περιοχή του πλανήτη, ο κ. Βίτσας σημείωσε: «Δεν είμαστε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας απλά για να ανησυχούμε, αλλά για να προετοιμαζόμαστε και να βρίσκουμε λύσεις. Άρα βεβαίως είμαστε σε μια θερμή περιοχή, δυστυχώς, στην οποία η Ελλάδα, όμως, μπορεί να παίξει -κι αυτό γίνεται αποδεκτό- έναν ρόλο σταθεροποίησης, σταθερότητας και βεβαίως ειρήνης. Βεβαίως, κάθε χώρα προσπαθεί να προωθήσει τα συμφέροντά της σε διεθνές επίπεδο».
Τόνισε δε, ότι η σταθερή θέση που έχει κρατήσει η Ελλάδα και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε παγκόσμιο επίπεδο «ευνοεί να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας, από τα οποία είμαστε ανυποχώρητοι» και πρόσθεσε: «Αυτό έχει δύο βασικά στοιχεία: το ένα στοιχείο είναι η εσωτερική σταθεροποίηση στο επίπεδο της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας και δεύτερο η δυνατότητα που έχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις για οποιαδήποτε αποτροπή και η δυνατότητα να παίζουν τον κοινωνικό τους ρόλο. Σε αυτό το πλαίσιο εμείς πάντοτε είμαστε έτοιμοι».