Του Χρήστου Διαμαντόπουλου*
Η κρίση στην Ουκρανία εξακολουθεί να μας προσφέρει πλήθος μαθημάτων που αφορούν στην ενεργειακή ασφάλεια. Στα ζητήματα της ενέργειας η γεωγραφία εξακολουθεί να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ενώ ο έλεγχος των αγωγών συνεχίζει να αποτελεί πυλώνα δημιουργίας και ενίσχυσης της πολιτικής και οικονομικής ισχύος. Η ουκρανική κρίση έρχεται επίσης να μας υπενθυμίσει ότι η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής ασφάλειας σε έναν τόπο, όπως επίσης και ότι η ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία αποτελεί ένα σημαντικό στρατηγικό μειονέκτημα.
Μάθημα αποτελεί επίσης, ότι η σχέση μεταξύ πωλητή – αγοραστή φυσικού αερίου, που ενδεχομένως υπάρχει ανάμεσα σε δύο κράτη, δεν διασφαλίζει απαραίτητα και τη σταθερότητα στις μεταξύ τους σχέση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση όπου ο παραγωγός μπορεί να αντέξει χωρίς να έχει έσοδα, εις βάρος ενός καταναλωτή ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει δίχως φυσικό αέριο.
Για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, η Ρωσία χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό το εργαλείο της στρατηγικής επικοινωνίας, όπως επίσης και ένα συνδυασμό στρατιωτικών και ημι-στρατιωτικών μέσων. Στη στρατηγική αυτή η Ρωσία ενέπλεξε και τον τομέα της ενέργειας, μέσα από την «απαλλοτρίωση» ουκρανικών ενεργειακών πόρων και την πίεση στις τιμές του φυσικού αερίου.
Το ΝΑΤΟ καλείται πλέον να αντιμετωπίσει «υβριδικές απειλές» και ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να εισάγει στην εξίσωση και τον παράγοντα «ενέργεια». Προς αυτόν τον σκοπό, είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση σε συγκεκριμένους τομείς – πυλώνες για την αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών.
Καταρχήν, η Συμμαχία έχει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός πολύ μεγάλου κόμβου πληροφοριών, σχετικά με τις υβριδικές απειλές, μέσα από την ενεργοποίηση εξήντα (60) Υπηρεσιών Πληροφοριών από είκοσι οκτώ (28) κράτη. Η ύπαρξη έγκυρης πληροφόρησης οδηγεί στην καλύτερη εικόνα για την πραγματικότητα. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο «συγχρονισμός» των εισερχόμενων πληροφοριών με τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων που τις αφορούν, ενώ οι διαδικασίες λήψης των πολιτικών αποφάσεων θα πρέπει να προσαρμοστούν στο ασαφές περιβάλλον που χαρακτηρίζει τον υβριδικό πόλεμο..
Τα τελευταία χρόνια στους κόλπους της Συμμαχίας συζητούνται έντονα τα ενεργειακά ζητήματα, δείχνοντας έτσι πως το ΝΑΤΟ αναγνωρίζει τις σημαντικές τους προεκτάσεις στα ζητήματα ασφάλειας. Ωστόσο, κάποιοι σύμμαχοι εμφανίζονται διστακτικοί, θεωρώντας πως τέτοιου είδους συζητήσεις αποτελούν απλά τον προάγγελο μίας στρατιωτικής επέμβασης. Ο φόβος της στρατιωτικής εμπλοκής δεν θα πρέπει να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στις συζητήσεις επί του θέματος. Και αυτό μπορεί να καταστεί εφικτό, μόνο αν η Συμμαχία εστιάσει στις υβριδικές απειλές και στη σχέση τους με την ασφάλεια και παράλληλα κατευθύνει όλες τις σχετικές συζητήσεις, στοχεύοντας στην πρόβλεψη, στην προσαρμογή και στην αποτροπή.
Καθώς τα δίκτυα διανομής ενέργειας και οι βλάβες – καταστροφές στις σχετικές υποδομές επηρεάζουν την οικονομία αλλά και τη δυνατότητα ενός κράτους να οργανώσει την άμυνά του, η Ενέργεια αποτελεί έναν ιδιαίτερα δελεαστικό στόχο στον υβριδικό πόλεμο. Κρίνεται λοιπόν αναγκαία η ενίσχυση της εκπαίδευσης στρατιωτικών και διπλωματών από τη Συμμαχία. Εκπαίδευση που αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια και ήδη λαμβάνει χώρα στο NATO Energy Security Center of Excellence στην Λιθουανία.
Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι και το κομμάτι της Στρατηγικής Επικοινωνίας. Η Συμμαχία, ως συμπόρευση 28 Δημοκρατιών, σαφώς δεν εμπλέκεται σε καμπάνιες προπαγάνδας, ενώ την ίδια στιγμή δεν είναι εύκολη η άμεση απόκριση στην προπαγάνδα του αντιπάλου. Βέβαια, στην κρίση της Ουκρανίας, το ΝΑΤΟ κατάφερε αρκετές φορές να αντιδράσει γρήγορα, όπως για παράδειγμα στη διάψευση των ρωσικών δηλώσεων, αποδεσμεύοντας στη δημοσιότητα φωτογραφίες ρωσικών στρατευμάτων σε ουκρανικό έδαφος. Στο ζήτημα της ενέργειας τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς δεν αρκεί μόνο το φωτογραφικό υλικό. Εδώ, το ΝΑΤΟ καλείται να «απαντήσει»,
προβάλλοντας τα πραγματικά γεγονότα και διεκδικώντας τα ενεργειακά του συμφέροντα. Είναι κρίσιμο συνεπώς, ως Συμμαχία, να προβαίνει άμεσα στη δημοσιοποίηση στοιχείων, ενισχύοντας συνεχώς την εικόνα της, ως αξιόπιστος Οργανισμός. Το Κέντρο Στρατηγικών Επικοινωνιών που δημιουργήθηκε στην Λετονία (Strategic Communications Center of Excellence), είναι σαφώς ένα βήμα προς αυτό τον σκοπό. Ωστόσο, απαιτείται η περαιτέρω ανάπτυξή του, καθώς, όπως δείχνουν τα πράγματα, οι στρατηγικές επικοινωνίες αποτελούν (και θα συνεχίσουν με αυξανόμενο ρυθμό) έναν από τους κεντρικούς πυρήνες δράσης του «υβριδικού εχθρού».
Το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών υποδομών ανήκει στον ιδιωτικό τομέα, ενώ το σύνολο σχεδόν των σχετικών πληροφοριών συλλέγονται από το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (International Energy Agency – IEA). Το NATO δεν διαθέτει τους πόρους για να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο κέντρο πληροφόρησης αναφορικά με την ενέργεια. Μπορεί όμως να εντείνει τη συνεργασία του με οργανισμούς όπως ο ΙΕΑ, μέσα από το συνεχή διάλογο και τη συμμετοχή σε κοινές ασκήσεις.
Η κρίση στην Ουκρανία μας φανέρωσε και το σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ρόλος της ΕΕ στην ακύρωση της συμφωνίας σχετικά με την τιμή του φυσικού αερίου για την Ουκρανία, όπως επίσης και η επιτυχία στην οργάνωση της διαδρομής του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ουκρανία, μέσω Πολωνίας και Σλοβακίας, αποτελούν τρανταχτά παραδείγματα της δράσης που μπορεί να αναλάβει. Ως εκ τούτου, η συνεργασία ΝΑΤΟ και ΕΕ στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών, και η διερεύνηση της δυνατότητας για μεγαλύτερες συνέργιες σε θέματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, καθίστανται πλέον αναγκαία.
Εκ κατακλείδι, είναι σαφές ότι το νέο είδος πολέμου, ο Υβριδικός Πόλεμος, μπορεί να είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικός. Η ενέργεια αποτελεί μόνο ένα από τα πολλά ζητήματα στα οποία «εμπλέκονται» οι υβριδικές απειλές. Δεν θα πρέπει ωστόσο να θεωρούμε ότι πρόκειται για απειλές οι οποίες επιφέρουν πάντοτε το προσδοκώμενο από τον αντίπαλο αποτέλεσμα, καθώς, η ομίχλη του πολέμου (Fog of War), καθιστά πολλές φορές, απρόβλεπτη την εξέλιξη των γεγονότων.
*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου