Η κρίση στην Ουκρανία και ο χειρισμός της από Μόσχα και Ουάσινγκτον, περιέπλεξε πολύ τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι τόνοι έχουν ανέβει και στις κυρώσεις με τις οποίες απειλεί η δύση, η Ρωσία είναι σίγουρο ότι θα απαντήσει. Διεθνείς αναλυτές και διπλωμάτες, όμως, τονίζουν ότι οι δύο χώρες είναι υποχρεωμένες να τα βρουν.
Τόσο σκληρή ρητορική στο διάλογο μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, όσο σήμερα, δεν είχε υπάρξει τα τελευταία 20 χρόνια. Ακόμη και στα γεγονότα στη Νότια Οσετία τον Αύγουστο του 2008, κανείς δεν είχε απειλήσει τη Μόσχα με κυρώσεις. Κάτι που έκαναν τώρα οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους.
Βεβαίως, η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει σκοπό να προβεί σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Μόσχα λόγω της Ουκρανίας. «Το τελευταίο που επιθυμεί κανείς σε μια τέτοια περίπτωση, είναι η επιλογή της στρατιωτικής δράσης» δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι. Ενώ ο υπουργός Άμυνας Τσακ Χέιγκελ, επιβεβαίωσε ότι «προσπαθούμε να ενεργήσουμε εστιάζοντας στη διπλωματία». Πραγματικά οι ΗΠΑ δεν έχουν καμιά επιθυμία να πολεμήσουν με τη Ρωσία. Όχι μόνο επειδή η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και τα γεγονότα εκεί δεν συνιστούν ευθεία απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Απλά, μια τέτοια σκέψη είναι γι’ αυτούς απόλυτα τρελή. Αν και βέβαια, μπορεί τα πράγματα εξελιχθούν όπως στο σχετικό ανέκδοτο: «Δεν θα γίνει πόλεμος, αλλά θα δώσουμε τέτοια μάχη για την ειρήνη…».
Η «διπλωματία των κυρώσεων»
Ωστόσο η κυβέρνηση Ομπάμα, την οποία και οι δεξιοί συντηρητικοί, αλλά και οι αριστεροί φιλελεύθεροι κατηγορούν για αναποφασιστικότητα και μαλθακότητα, δεν μπορεί ούτε και να μείνει άπραγη. Γι’ αυτό και ακολουθεί την πεπατημένη, τη «διπλωματία των κυρώσεων». Εν τω μεταξύ, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των πιθανών μέτρων κατά της Ρωσίας, φαίνεται πως ούτε η δύση το γνωρίζει. Ειδικά εφόσον η Μόσχα απείλησε ότι θα απαντήσει σε αυτά.
Εννοείται πως η κυβέρνηση Ομπάμα γνωρίζει τη δύσκολη κατάσταση που επικρατεί στην Ουκρανία. Γνωρίζει και το κόμμα «Ελευθερία», και τον «Δεξιό τομέα» και τους εθνικιστές που έχουν υιοθετήσει τα συνθήματα του «πατέρα» του ουκρανικού εθνικισμού, Μπαντέρα. Γνωρίζουν, επίσης και την καταπάτηση, από πλευράς αντιπολίτευσης, της συμφωνίας της 21ης Φεβρουαρίου. Ωστόσο, όπως υπενθύμισε πρόσφατα ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Γκριγκόρι Καράσιν, «στην πολιτική υπάρχει ένας κανόνας που λέει να βλέπεις αυτό που σε συμφέρει και να μην προσέχεις αυτό δεν σε συμφέρει». Οι ΗΠΑ σαφώς και δεν τρέφουν αυταπάτες σχετικά με τα πρόσωπα που βρέθηκαν στην εξουσία στο Κίεβο, αλλά το σημαντικό για τις ίδιες είναι ότι πλέον στην Ουκρανία μπορεί να σχηματιστεί μια πιστή φιλοδυτική κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ουάσιγκτον εξαρχής υποστήριξε αυτούς που συμμετείχαν στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Κλυδωνισμοί
Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ βλέπουν στις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία μια επανάληψη των γεγονότων του 2008 στη Νότια Οσετία, αν όχι μια προσπάθεια επανασύστασης της ΕΣΣΔ. Η Ουάσιγκτον υποπτεύεται εδώ και πολύ καιρό τη Μόσχα ότι έχει τέτοιες βλέψεις, κάτι που έχει δηλώσει ευθέως και η Χίλαρι Κλίντον.
Τη θέση της κυβέρνησης Ομπάμα για την Ουκρανία, συμμερίζεται σήμερα η πλειονότητα των ανεξάρτητων αναλυτών, καθώς και των ΜΜΕ, που κάνουν λόγο για ρωσική επιθετικότητα. Προσπάθειες πάντως για να αναλυθεί και κατανοηθεί η λογική των ενεργειών της Μόσχας, γίνονται. Για παράδειγμα, ο Ντμίτρι Σάιμς, πρόεδρος του Κέντρου για τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ, που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, θεωρεί ότι οι ΗΠΑ «συνέβαλαν οι ίδιες στην εμφάνιση της κρίσης». Όπως ανέφερε, «όταν ασκούσαμε πίεση στην ουκρανική πολιτική διαδικασία υπέρ εκείνων που μας άρεσαν, κλυδωνίζαμε ξεκάθαρα την πολιτική βάρκα στην Ουκρανία. Αυτός ακριβώς ο κλυδωνισμός οδήγησε στο αποτέλεσμα που βλέπουμε».
«Κοίτα ποιος μιλάει…»
Ο πρώην αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα, Τζακ Μάτλοκ, επέστησε ουσιαστικά την προσοχή στα δύο μέτρα και δύο σταθμά στην πολιτική των ΗΠΑ και συνέστησε στην κυβέρνηση Ομπάμα να μην παραδίδει μαθήματα στους άλλους. Σύμφωνα με τον διπλωμάτη, «οι Ρώσοι μπορούν -όχι αβάσιμα- να ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την εδαφική ακεραιότητα μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους και την αγνοούν όταν κάτι τέτοιο τις βολεύει. Όπως στην περίπτωση, που μαζί με τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, παραβίασαν την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας, δημιουργώντας και στη συνέχεια αναγνωρίζοντας το Κόσσοβο. Επίσης, υποστήριξαν την απόσχιση του Νοτίου Σουδάν από το Σουδάν, της Ερέτριας από την Αιθιοπία, του Ανατολικού Τιμόρ από την Ινδονησία».
«Όσον αφορά την παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας -συνέχισε ο Μάτλοκ- η Ρωσία μπορεί να επικαλεστεί την αμερικανική εισβολή στον Παναμά για τη σύλληψη του Νοριέγκα, την εισβολή στο Ιράκ με το επινοημένο πρόσχημα ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, όπως και το γεγονός ότι πραγματοποιούν πλήγματα εναντίον ανθρώπων με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη τους σε άλλες χώρες κλπ.».
Υποχρεωμένοι να συνεργαστούν
Αναφερόμενοι στις προοπτικές των διμερών σχέσεων, οι ειδικοί προβλέπουν ότι αυτή η κρίση θα παίξει καθοριστικό ρόλο για πολλά χρόνια. Ταυτόχρονα, κανείς δεν επιθυμεί την επιδείνωσή τους, καθώς σήμερα δεν υφίσταται Ψυχρός πόλεμος, σημειώνει ο Λόρενς Κορμπ από το Κέντρο για την αμερικανική πρόοδο. Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή, «οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να συνεργαστούν με τη Ρωσία, διότι αυτή αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στη διεθνή σκηνή. Χωρίς αυτή, για παράδειγμα, δεν θα διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν». Στο ίδιο πνεύμα, ο πρώην υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, θυμίζει τη συνεργασία στο θέμα της Συρίας και του Αφγανιστάν.
Υπάρχει διέξοδος; Ο εκ των κορυφαίων συνεργατών του Ινστιτούτου Μπρούκινγκς της Ουάσιγκτον, Μάικλ Ο’ Χάνλον, είναι βέβαιος ότι «οι πιθανότητες να συγκρατηθεί η κρίση και τελικά να εξαλειφθεί, παραμένουν μεγάλες». Όπως εξηγεί, «για το σκοπό αυτό, πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα δυσάρεστα πράγματα που έχουν ήδη συμβεί και στα καταστροφικά σενάρια τα οποία μπορούμε να αποτρέψουμε με τη βοήθεια μιας ορθής πολιτικής, σαφών προειδοποιήσεων και κινήτρων, που θα δώσουν ώθηση και τα οποία θα προταθούν σε όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές. Φαίνεται πως σε αυτό ελπίζει ο Ομπάμα, οποίος ωστόσο, δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι “η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή”».
Πηγή: Kommersant
μετ. Η Ρωσία Τώρα