Όπως και στην περίπτωση του Ιράκ και των όπλων μαζικής καταστροφής που οι ΗΠΑ επικαλούνταν πριν από την επίθεση ,έτσι και στη Συρία η κοινή γνώμη σ΄ όλο το κόσμο ακούει για τα χημικά του Άσαντ. Υπάρχουν κι αν ναι σε τι ποσότητες; Μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και πως;
Ο γεωστρατηγικός αναλυτής Βασίλης Γιαννακόπουλος έχει απαντήσεις.
Το χημικό, βιολογικό και βαλλιστικό οπλοστάσιο της Συρίας
Από το βιβλίο του Βασίλη Γιαννακόπουλου «Χημικά και Βιολογικά Όπλα», που αναμένεται να εκδοθεί στις αρχές Οκτωβρίου 2013
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή του ισραηλινού πυρηνικού οπλοστασίου και της σημαντικής στρατιωτικής ισχύος τόσο του Ισραήλ (νότια σύνορα) όσο και της Τουρκίας (βόρεια σύνορα), η Συρία επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην απόκτηση μη συμβατικών όπλων. Φέρεται δε ότι για την απόκτηση των εν λόγω όπλων μαζικής καταστροφής, έλαβε βοήθεια από χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Επιπρόσθετα, μετά την αμερικανο-βρετανική εισβολή στο Ιράκ (Μάρτιος 2003), η Πολυεθνική Δύναμη του Ιράκ (Multi-National Force – Iraq, MNF–I) δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει τα όπλα μαζικής καταστροφής, που όπως ισχυρίζονταν η Ουάσιγκτον, κατείχε το καθεστώς του Saddam Hussein. Έτσι, προέκυψε η ανεπιβεβαίωτη εκτίμηση ότι αυτά τα όπλα μεταφέρθηκαν στη Συρία.
Χημικό οπλοστάσιο
Η Δαμασκός δεν έχει υπογράψει ούτε προσχώρησε στη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα (Chemical Weapons Convention – CWC). Μάλιστα, έχει δηλώσει επίσημα ότι «υποστηρίζει μια περιοχή ελεύθερη από όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά δεν μπορεί να παραιτηθεί μονομερώς από τα χημικά όπλα, για όσο διάστημα το Ισραήλ θα συνεχίζει να συνιστά απειλή για την ασφάλεια της».
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Συρία επιδιώκει να αποκτήσει ένα οπλοστάσιο χημικών όπλων. Η αυξημένη συγκρουσιακή κατάσταση σε περιφερειακό επίπεδο και κυρίως η ισραηλινή απειλή συνιστούν το κίνητρο για την ανάπτυξη ενός προγράμματος χημικών όπλων, από την πλευρά της Συρίας. Συγκεκριμένα, μια σειρά από στρατιωτικές ήττες από το Ισραήλ (1967, 1973 και 1982), η αποδυνάμωση της αραβικής ενότητας κατά του εβραϊκού κράτους μετά τη συνθήκη ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ (1979), καθώς και η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ, ώθησαν τη Συρία να επιλέξει μια αποτρεπτική στρατηγική (χημικό και βαλλιστικό οπλοστάσιο) ενάντια στη συμβατική και πυρηνική ισραηλινή απειλή.
Σήμερα, εκτιμάται ότι η Συρία διαθέτει ένα από τα πλέον σύγχρονα και σημαντικά χημικά οπλοστάσια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης τον Ιούνιο του 2012, ο υπαρχηγός του ισραηλινού ΓΕΕΘΑ, υποστράτηγος Ya’ir Nave, περιέγραψε το συριακό χημικό οπλοστάσιο ως «το μεγαλύτερο στον κόσμο». Επιπρόσθετα, η έκθεση για το 2011 του διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ (National Intelligence) προς το Κογκρέσο αναφέρει ότι «τα συριακά χημικά όπλα μπορούν να ριφθούν με βόμβες από αεροσκάφη, με βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους, με ρουκέτες και με βλήματα πυροβολικού». Σχετικά με την πιθανή χρήση των συριακών χημικών όπλων, εκτιμάται ότι τα βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους με χημικές κεφαλές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά γειτονικών χωρών, ενώ οι βόμβες, οι ρουκέτες και τα βλήματα πυροβολικού επιχειρησιακά ενδείκνυνται για χρήση κατά των επαναστατικών δυνάμεων εντός της συριακής επικράτειας. Οι κεφαλές με χημική γόμωση (βαλλιστικά βλήματα, βλήματα πυροβολικού, ρουκέτες, κτλ) μπορούν να είναι είτε ενιαίες (unitary) είτε δυαδικές (binary). Η πρώτη κατηγορία αφορά στις κεφαλές που διαθέτουν μόνο ένα χώρο (canister), στον οποίο τοποθετείται εξ αρχής ένας συγκεκριμένος χημικός παράγοντας και είναι έτοιμες για χρήση. Η δεύτερη κατηγορία αφορά στις κεφαλές δύο ξεχωριστών χώρων, στους οποίους τοποθετούνται δύο πρόδρομες χημικές ουσίες, που αναμιγνύονται χειροκίνητα ή αυτόματα, κατά την εκτόξευση του βλήματος. Μέχρι στιγμής, δεν υφίστανται πληροφορίες ούτε και εκτιμήσεις για το αν η Συρία διαθέτει μόνο ενιαία ή και δυαδικά χημικά όπλα.
Η επιχειρησιακή δυνατότητα της Συρίας στον χημικό πόλεμο αποκτήθηκε με την υποστήριξη της Αιγύπτου, πριν τον Οκτώβριο του 1973., Έκτοτε, πιστεύεται ότι έχει αποκτήσει εμπειρία για εγχώρια ανάπτυξη και παραγωγή χημικών παραγόντων και όπλων, συμπεριλαμβανομένου του αερίου μουστάρδας, του σαρίν και ενδεχομένως του νευροτοξικού χημικού παράγοντα VX.
Χημικοί παράγοντες φέρεται να έχουν παραχθεί από το 1980, σε εγκαταστάσεις που βρίσκονται κοντά στη Hama, στη Homs, και σε χωριά της περιοχής του Χαλεπίου. Ωστόσο, η Συρία εξακολουθεί να εξαρτάται από το εξωτερικό για ορισμένες συσκευές διπλής χρήσης, καθώς και για κάποιες πρόδρομες χημικές ουσίες, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή χημικών παραγόντων. Γενικά, οι πρόδρομες χημικές ουσίες είναι διπλής χρήσης (dual-use) και η χρήση τους στη βιομηχανία είναι νόμιμη. Βέβαια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ύλες για την παραγωγή καυστικών ή νευροτοξικών χημικών παραγόντων. Σύμφωνα με πληροφορίες του Jane’s Defense, εικάζεται ότι το Ιράν της προσφέρει τεχνογνωσία για την ανάπτυξη και την παραγωγή πρόδρομων ουσιών, που σχετίζονται με τα χημικά όπλα. Παρά τις καταγγελίες του Jane’s Defense για ιρανική υποστήριξη, οι κυβερνητικές πηγές των ΗΠΑ δεν έχουν δημοσιεύσει παρόμοιες πληροφορίες. Επίσης, παραμένουν ασαφείς οι πληροφορίες σχετικά με την ακριβή τοποθεσία των συριακών εγκαταστάσεων παραγωγής και αποθήκευσης χημικών όπλων.
Σύμφωνα με την έκθεση για το 2011 του διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ προς το Κογκρέσο, «για αρκετά χρόνια, η Συρία αναπτύσσει ένα πρόγραμμα χημικών όπλων». Έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης αναφέρουν ότι η πρώην Σοβιετική Ένωση παρείχε στη Συρία χημικούς παράγοντες, χημικά όπλα (κυρίως βλήματα με χημικές κεφαλές), καθώς και εκπαίδευση που σχετίζεται με τα χημικά όπλα.,, Επίσης, η Δαμασκός είναι πιθανό να έχει αγοράσει εξοπλισμό και πρόδρομες χημικές ουσίες από εταιρείες της Δυτικής Ευρώπης.
Βιολογικό οπλοστάσιο
Το 1968, η Δαμασκός επικύρωσε το Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925, ενώ τον Απρίλιο του 1972, υπέγραψε αλλά δεν επικύρωσε τη Σύμβαση για την Απαγόρευση των Βιολογικών και Τοξινικών Όπλων (BTWC).
Υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σχετικά με το συριακό βιολογικό οπλοστάσιο. Κατά καιρούς, αξιωματούχοι των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν δηλώσει ότι «υποπτεύονται πως η Δαμασκός αναπτύσσει ένα πρόγραμμα επιθετικών βιολογικών όπλων». Εντούτοις, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν περιελάμβαναν ούτε τις απαιτούμενες λεπτομέρειες για το μέγεθος του εν λόγω προγράμματος, αλλά ούτε και τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία.
Πριν περίπου μια δεκαετία, γερμανικές και ισραηλινές πηγές υποστήριξαν ότι η Συρία διαθέτει το βάκιλο του άνθρακα, αλλαντική τοξίνη και ρικίνη. Από την πλευρά τους, αμερικανικές πηγές χαρακτηρίζουν τη δυνατότητα της Συρίας να παράγει βιολογικούς παράγοντες και τοξίνες ως πιθανή.
Το Δεκέμβριο του 2008, ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, στην ετήσια έκθεση προς το Κογκρέσο, είχε εκτιμήσει ότι «η βιοτεχνική υποδομή της Συρίας είναι σε θέση να υποστηρίξει περιορισμένη ανάπτυξη βιολογικών όπλων, αλλά εκτιμάται ότι οι Σύριοι δεν διαθέτουν την ικανότητα να τοποθετήσουν βιολογικούς παράγοντες μέσα σε αποτελεσματικά όπλα». Εννοώντας, ότι ναι μεν μπορούν να κατασκευάσουν βιολογικά όπλα σε περιορισμένη κλίμακα, αλλά δεν μπορούν να τοποθετήσουν βιολογικές κεφαλές στα βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους. Αντίθετα, το Μάρτιο του 2009, ο διευθυντής της Υπηρεσίας Αμυντικών Πληροφοριών των ΗΠΑ (Defense Intelligence Agency – DIA), αντιπτέραρχος Maples Michael, δήλωσε: «Θεωρούμε ότι ορισμένα στοιχεία του συριακού βιολογικού προγράμματος μπορούν να προχωρήσουν πέρα από το στάδιο της έρευνας και της ανάπτυξης και να το καταστήσουν ικανό για περιορισμένη παραγωγή βιολογικών παραγόντων. Δεν είναι γνωστό αν η Συρία έχει επιτύχει την οπλοποίηση βιολογικών παραγόντων, αλλά διαθέτει έναν αριθμό συμβατικών και χημικών οπλικών συστημάτων, που θα μπορούσαν εύκολα να τροποποιηθούν για τη μεταφορά βιολογικών παραγόντων». Εννοώντας, αφενός τη δυνατότητα περιορισμένης παραγωγής βιολογικών παραγόντων, αφετέρου τη δυνατότητα τοποθέτησης βιολογικών κεφαλών στα βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους. Πρόσφατα, στις 18 Απριλίου του 2013, ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ, James Clapper, δήλωσε επίσημα ότι «Το πρόγραμμα βιολογικών όπλων της Συρίας μπορεί να έχει προχωρήσει περισσότερο απ’ ότι αναφέρουν οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις. Με βάση τη διάρκεια της μακροχρόνιας έρευνας στο βιολογικό πόλεμο, κρίνουμε ότι ορισμένα στοιχεία του συριακού προγράμματος μπορεί να προχώρησαν πέρα από το στάδιο της έρευνας και ανάπτυξης και πιθανόν να έχει τη δυνατότητα περιορισμένης παραγωγής βιολογικών παραγόντων. Η Συρία δεν είναι γνωστό ότι έχει οπλοποιήσει με επιτυχία βιολογικούς παράγοντες, αλλά διαθέτει συμβατικά και χημικά οπλικά συστήματα, που θα μπορούσαν να τροποποιηθούν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως οπλικά συστήματα μεταφοράς βιολογικών παραγόντων».
Η Συρία διαθέτει μια φαρμακευτική υποδομή, που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα περιορισμένο πρόγραμμα ανάπτυξης βιολογικών όπλων. Η ανάπτυξη της συριακής φαρμακευτικής βιομηχανίας είχε ως αποτέλεσμα την εγχώρια εμπειρία στις βιο-επιστήμες. Ωστόσο, διαφαίνεται ότι ο εν λόγω τομέας έχει επικεντρωθεί στην παραγωγή γενόσημων φαρμάκων (κυρίως, αντιβιοτικά, αντιμυκητιακά, αντιικά και βιταμίνες) και όχι στην έρευνα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων. Ως εκ τούτου, η δραστηριότητα αυτή δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη εμπειρία σε συγκεκριμένους βιολογικούς παράγοντες ή οποιαδήποτε εξέλιξη στην κατασκευή βιολογικών όπλων. Επίσης, ορισμένοι αβάσιμοι ισχυρισμοί αναφέρουν ότι το Centre d’ Études et de Recherches Scientifiques (CERS) στη Δαμασκό αναπτύσσει ένα πρόγραμμα βιολογικών όπλων και ότι ταυτόχρονα σχετίζεται με την ανάπτυξη του χημικού και βιολογικού προγράμματος της Συρίας.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία, που να αποδεικνύουν ότι η Συρία έχει τη δυνατότητα να κατασκευάσει βιολογικά όπλα, τα οποία στη συνέχεια θα τοποθετούσε ως βιολογικές κεφαλές στα βαλλιστικά της βλήματα. Ωστόσο, η προαναφερθείσα δήλωση της 23ης Ιουλίου 2012 του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών της Συρίας, Dr. Jihad Makdissi, περί χημικών ή βιολογικών όπλων, τα οποία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια της κρίσης, παρά τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας, δημιουργεί αναπάντητα ερωτήματα και προβληματισμό.
Βαλλιστικό οπλοστάσιο
Το βαλλιστικό πρόγραμμα της Συρίας ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και έχει εξελιχθεί σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των χημικών της όπλων. Η Δαμασκός διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα οπλοστάσια βαλλιστικών βλημάτων εδάφους-εδάφους στη Μέση Ανατολή, που αποτελείται από εκατοντάδες βλήματα τύπου Scud. Το 1991, φέρεται να αγόρασε 150 Scud-C από τη Βόρεια Κορέα. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες, έχει αποτύχει να αποκτήσει τη δυνατότητα εγχώριας παραγωγής και ως εκ τούτου βασίζεται σε εισαγωγές από χώρες όπως η Βόρεια Κορέα και η Κίνα. Από το 2004, ενδιαφέρθηκε για την αγορά του ρωσικού βλήματος Iskander, αλλά μέχρι στιγμής δεν μπόρεσε να το αποκτήσει. Επίσης, επιδιώκει να αποκτήσει σύγχρονα συστήματα αεράμυνας, όπως το S300 PMU-2 Favorit και το Pantsyr S-1 από τη Ρωσία.
Η Συρία διαθέτει μια αξιόλογη γκάμα βαλλιστικών βλημάτων εδάφους-εδάφους (συνολικά, περισσότερα από 300 βλήματα και 50 εκτοξευτές). Από αυτά, το Fateh-110A είναι το πλέον σύγχρονο και αξιόλογο βλήμα του συριακού βαλλιστικού οπλοστασίου. Αν και κατασκευάζει μια ευρεία γκάμα βαλλιστικών βλημάτων, εντούτοις, εκτιμάται ότι βραχυ-μεσοπρόθεσμα δεν θα προβεί σε σημαντικές βελτιώσεις του βαλλιστικού της οπλοστασίου, χωρίς εξωτερική βοήθεια.
Μετά την έναρξη του συριακού εμφυλίου, η επιχειρησιακή δυνατότητα και η διάταξη μάχης του βαλλιστικού οπλοστασίου της Συρίας είναι άγνωστη. Από το 2007, η Συρία διαθέτει βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους Fateh-110A, των οποίων ο αριθμός είναι άγνωστος. Το Fateh-110A (M-600 για τους Σύριους, CSS-8 για το ΝΑΤΟ και DF-11-A για την Κίνα) είναι ιρανικής κατασκευής μικρού βεληνεκούς (210‐250 μίλια ή 340-400 χιλιόμετρα), αυτοκινούμενο και με ακρίβεια προσβολής στόχου περίπου 100 μέτρα. Χρησιμοποιεί στερεά καύσιμα, που σημαίνει ότι είναι σχεδόν άμεσα επιχειρησιακό καθότι τα στερεά καύσιμα είναι τοποθετημένα στο βλήμα και δεν απαιτείται προετοιμασία πριν από την εκτόξευση, για την τοποθέτηση υγρών καυσίμων (διαδικασία που διαρκεί μέχρι και μερικές ημέρες). Το ωφέλιμο φορτίο του (εκρηκτική ή χημική ή βιολογική γόμωση) ανέρχεται στα 500 κιλά.
Σύμφωνα με ισραηλινούς και αμερικανικούς ισχυρισμούς, η Δαμασκός έχει κατ’ επανάληψη προμηθεύσει τη στρατιωτική πτέρυγα τόσο της Hezbollah στο νότιο Λίβανο όσο και της Hamas στη Λωρίδα της Γάζας με βαλλιστικά βλήματα και ρουκέτες μικρού βεληνεκούς. Γεγονός το οποίο επαληθεύθηκε κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Ισραηλινο-Λιβανικού Πολέμου (2006).
Στην έκθεση για το 2006 του διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ προς το Κογκρέσο, αναφέρεται ότι τα συριακά βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους Scud B και Scud C, καθώς και τα SS-21 μπορούν να φέρουν συμβατικές και χημικές κεφαλές. Με βάση αυτή την εκτίμηση και με δεδομένο ότι το βεληνεκές των βλημάτων Scud C κυμαίνεται μεταξύ 700 και 1.000 χλμ, μπορούμε να χαρτογραφήσουμε τις περιοχές για τις οποίες το συριακό χημικό και βαλλιστικό οπλοστάσιο συνιστά μείζονα ασύμμετρη απειλή (βλέπε επόμενο χάρτη: «ΣΥΡΙΑ – Μέγιστο Βεληνεκές Βαλλιστικών Βλημάτων Εδάφους-Εδάφους με δυνατότητα να φέρουν χημικές κεφαλές»).
Βασίλης Γιαννακόπουλος, γεωστρατηγικός αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «Αραβική Άνοιξη – Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική»
www.geostrategy.gr
geostrategical@yahoo.gr