Υπό τον απόλυτο φόβο για επιστροφή των αιγυπτιακών ενόπλων δυνάμεων “στα πράγματα” τής χώρας δηλώνει η διεθνής κοινότητα. Υποκρισία. “Τα στρατά” ουδέποτε τα εγκατέλειψαν τα πράγματα στ’ αλήθεια, από την εποχή ακόμη τού Νασέρ και σίγουρα μετά από τη δολοφονία τού προέδρου Σαντάτ το 1981.
Σ’ αυτά στηριγμένη η εξουσία τού διαδόχου του Χόσνυ Μουμπάρακ διέτρεξε μια τριακονταετία, μέχρι την ανατροπή του από την “αραβική άνοιξη” προ διετίας. Χάρις σ’ αυτά και τη διεθνή παρότρυνση αποκαταστάθηκε μια προσχηματική ισορροπία μετά από τον αιματηρό μίνι-εμφύλιο μεταξύ θρησκευόμενων, φτωχών και προοδευτικών, στον οποίο εκφυλίσθηκε η “άνοιξη”.
Αυτή η ισορροπία περιέλαβε ανακοπή τής επέλασης και της απόλυτης κυριαρχίας των “Αδελφών Μουσουλμάνων” και τον περιορισμό τους στους θεσμούς και το στήσιμο κάλπης. ΟΙ εκλογές έφεραν στην προεδρία τον άνθρωπό τους Μόρσι.
“Τα στρατά” τον στήριξαν και αυτά είναι που -με τη διεθνή παρότρυνση- έθεσαν όρια εκτός των οποίων ο πρόεδρος επιχειρεί εδώ και λίγο καιρό να κινηθεί. Εξ ου και το ήδη υπό δραματική εξέλιξη “αραβικό καλοκαίρι”.
Οι ένοπλες δυνάμεις ήταν πάντα ο σταθερός πόλος ισχύος άρα βασικός παράγοντας για το παιχνίδι της εξουσίας στην Αίγυπτο. Σαντάτ και Μουμπάρακ προέρχονταν από τους “Αδελφούς Μουσουλμάνους” στα σπλάχνα του στρατού. Ως ανήσυχοι για την εποχή τους φλερτάρισαν ακόμη και με τον (αντιβρετανικό-αντιεβραϊκό) χιτλερισμό και αργότερα με τη Σοβιετία, ως κρατικοί αξιωματούχοι. Μετά από τις ήττες από το Ισραήλ και τη συνθηκολόγηση, τη δεκαετία του 1970, “δυτικοποιήθηκαν” και απέκτησαν στήριξη από τη Δύση και το Τελ Αβίβ.
“Εκκοσμίκευσαν” τον στρατό (πολύ περισσότερο από την αστυνομία) και έγιναν κοσμικοί ηγέτες, εκχωρώντας στα επιτελεία ουσιαστικές εξουσίες, πολύ έξω από τις θεσμικά αποδεκτές στη Δύση. Ωστόσο, η Δύση πάντοτε αισθανόταν ως αφοσιωμένο φίλο τις ένοπλες δυνάμεις τής Αιγύπτου, όσο ο αειθαλής Μουμπάρακ πέντε προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εν τέλει, σήμερα, “τα στρατά” επέδωσαν τελεσίγραφο στον Μόρσι – εντός σαρανταοκταώρου να δεχθεί όλα τα αιτήματα (κυρίως των προοδευτικών φιλοδυτικών) ή να οργανώσει την παράδοση της θεσμικής λειτουργίας σ’ αυτούς.
Ο Ομπάμα τηλεφώνησε στον Μόρσι από τη νότια Αφρική, για να εκφράσει την ανησυχία του και να ζητήσει αυτοσυγκράτηση απ’ όλους. “Μας ενδιαφέρει η δημοκρατική διαδικασία, δεν υποστηρίζουμε κάποιον συγκεκριμένα” είναι η θέση τής Ουάσινγκτον. Τη Δύση θέλουν να δείξουν ότι εκφράζουν οι εμφανιζόμενοι ως επικεφαλής των κινητοποιήσεων Μουχαμάντ ελ Μπαραντέϊ, πρώην επικεφαλής της Διεθνούς Οργάνωσης για την Ατομική Ενέργεια και Αμρ Μούσσα, πρώην γενικός γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου. Και οι δύο είχαν αποτύχει να επιβάλλουν, με διεθνή στήριξη, τις δικές τους υποψηφιότητες για την προεδρία πριν από ενάμισυ χρόνο, αντί εκείνης του Μόρσι. Βασικό “χαρτί” τού καθενός τους ήταν τότε το “εγώ μπορώ να διαχειρισθώ αποτελεσματικά το θρησκευτικό ρεύμα”. Και οι δύο δηλώνουν ότι δεν θα βασίσουν την ανάδειξή τους στην ηγεσία με πραξικόπημα.