Διαβάστε την συνέχεια των γεγονότων που αποτέλεσαν τη αρχή του επαναστατικού αγώνα των Κυπρίων – Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε κανοντας κλικ εδω.
Καταδίκη μελών της ΕΟΚΑ λόγω της δράσης τους
Στις 22 Ιουνίου 1955, εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο καταδικαστική απόφαση για πέντε μέλη της ΕΟΚΑ, που έδρασαν στη Λάρνακα την 1η Απριλίου 1955. Επιβλήθηκαν ποινές από τρία μέχρι εννέα χρόνια φυλάκισης. Η ποινή των εννέα ετών επιβλήθηκε στον τομεάρχη της Λάρνακας Σταύρο Ποσκώτη. Οι άλλοι τέσσερις καταδικασθέντες είναι ο Μιχαλάκης Παρίδης, ο Ξάνθος Ιακωβίδης, ο Γεώργιος Λυκούργος, ο Ιάκωβος Καϊσερλίδης.
Μετά την καταδίκη τους ο Σταύρος Ποσκώτης, εκ μέρους και των άλλων, είπε μέσα στο δικαστήριο από το εδώλιο του κατηγορουμένου:
«Δεν την φοβίζουν την αδούλωτη ψυχή των Ελλήνων ούτε οι φυλακίσεις ούτε οι καταπιέσεις ούτε οι οποιεσδήποτε των οποιωνδήποτε τιμωρίες. Μέσα στα στήθη μας πάλλουν ελληνικές οι καρδιές μας».
Ο νόμος της 15ης Ιουλίου 1955 για προσωποκράτηση
Στις 15 Ιουλίου 1955, ο Κυβερνήτης πήρε δραστικά μέτρα, για να εξουδετερώσει, όπως νόμιζε, τη δράση της ΕΟΚΑ. Στην επίσημη εφημερίδα της Κυβέρνησης, δημοσιεύτηκε και τέθηκε αμέσως σ’ εφαρμογή ο νόμος για προσωποκράτηση. Σύμφωνα μ’ αυτόν, αν ο Κυβερνήτης σχημάτιζε τη γνώμη ότι οποιοδήποτε πρόσωπο είναι μέλος παράνομης Οργάνωσης, συλλαμβανόταν με διάταγμα, χωρίς να διατυπωθεί κατηγορία και να διεξαχθεί δίκη, και παρέμενε πολιτικός κρατούμενος για οσοδήποτε χρονικό διάστημα κρινόταν αναγκαίο. Με το νόμο της προσωποκράτησης καταργήθηκε στην Κύπρο το δικαίωμα του habeas corpus των πολιτών.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απηύθυνε έντονη διαμαρτυρία προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 19 Ιουλίου, για τα καταπιεστικά μέτρα, που ο Άγγλος Κυβερνήτης επέβαλε στην Κύπρο, με το νόμο της 15ης Ιουλίου 1955. Μεταξύ άλλων έλεγε: « Το μέτρον τούτο αντίκειται προς τας Βασικάς διατάξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου, καταργεί το habeas corpus και δημιουργεί εις την Νήσον αστυνομικόν καθεστώς τρομοκρατίας και Βίας, ουδόλως αφιστάμενον των καθεστώτων, τα οποία εχρησιμοποίησαν κατά την διάρκειαν του πολέμου οι φασίσται και οι ναζί εις τα κατεχόμενα υπ’ αυτών εδάφη».
Από τις 15 Ιουλίου 1955 μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου 1959, 3.300 περίπου Έλληνες της Κύπρου έζησαν κρατούμενοι για μήνες ή χρόνια στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, στο φρούριο της Κερύνειας και σε ειδικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που κατασκευάστηκαν γι’ αυτό το σκοπό στην Κοκκινοτρομιθιά, στην Πύλα, στο Μάμμαρι και στο Πολέμι. Πολιτικοί κρατούμενοι υπήρξαν άνδρες και γυναίκες, λαϊκοί και κληρικοί, εκπαιδευτικοί και μαθητές, αγρότες και εργάτες, γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι για συμμετοχή στον Αγώνα της ΕΟΚΑ. Πάρα πολλοί κατέληξαν στα κρατητήρια ύστερα από απάνθρωπα και πολυήμερα βασανιστήρια.
Η Νίτσα Χατζηγεωργίου, που είχε προσωπική πείρα ως κρατούμενη από τις άθλιες συνθήκες των κεντρικών φυλακών της Λευκωσίας, όταν απολύθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1957, δήλωσε ότι στα κρατητήρια και στον αστυνομικό σταθμό της Ομορφίτας «η ζωή είναι χειρότερη του τάφου. Κάθε μέρα κρατήσεως φέρει εις τους κρατουμένους νέους κλονισμούς του σώματος και της ψυχής»88
Το μέτρο της προσωποκράτησης, καθώς και άλλα χειρότερα που ακολούθησαν, απέβλεπαν στο να ενσπείρουν το φόβο και τον πανικό ανάμεσα στον Κυπριακό λαό, ώστε να καμφθεί το ηθικό του. Το αποτέλεσμα όμως υπήρξε εντελώς αντίθετο. Γιγαντώθηκε η θέληση του λαού ν’ αγωνιστεί μέχρι τέλους για τη νίκη.
Για το θέμα της προσωποκράτησης χωρίς δίκη (detension without trial), δημοσιεύθηκε μια σειρά νόμων, που έγιναν από το 1955 μέχρι το 1958. Για τον πρώτο νόμο βλ. Detension of Persons Law, 1955 (section 2): Page 98 in «Statute Laws 1955».
Αποδράσεις των αγωνιστών
Αρκετοί πολιτικοί κρατούμενοι και πολιτικοί κατάδικοι, που ήταν στελέχη της ΕΟΚΑ, έκαναν σχέδια για απόδραση, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τον Αγώνα εναντίον των Άγγλων. Αδιαφορούσαν για τις οποιεσδήποτε συνέπειες, που θα είχε η απόδραση τους.
Ο αγωνιστής της ελευθερίας μέσα στο κρατητήριο και στη φυλακή έχανε την προσωπικότητα του και ήταν ένας αριθμός. Υπέφερε ένα συνεχές μαρτύριο, γιατί αγάπησε την ελευθερία της πατρίδας του. Ένιωθε αβεβαιότητα για την προσωπική του ζωή. «Ήταν όμηρος στην άγρια βούληση της στρατοκρατίας».
Στο Βιβλίο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού «Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59 – Μια πρώτη γνωριμία», έχουμε μια ανάγλυφη εικόνα του ψυχικού κόσμου των κρατουμένων:
«Γρήγορα καταλάβαινες πως ήσουνα δεσμώτης της πιο απάνθρωπης βαναυσότητας, που επιδίωκε με κάθε τρόπο να σου σπάσει τα νεύρα, να σου συντρίψει το ηθικό, να σε κουρελιάσει, να σ’ εκμηδενίσει.
Κι είχαν πολλούς τρόπους, διέθεταν όλα τα μέσα να σε βασανίζουν ψυχικά, να σε καταπολεμούν αδιάκοπα. Ένα μονάχα όπλο δεν είχαν. Εκείνο που θα τραυμάτιζε καίρια την πίστη σου. Την πίστη στο Θεό και στον αγώνα της Ελευθερίας. Ήταν το απροσμάχητο κράτος που σε κρατούσε όρθιο. Οι ασύντριπτες δυνάμεις που κατίσχυαν τελικά. Κι όσο συνειδητοποιούσες τούτη τη δύναμη, τόσο πιο πολύ άντεχες. Κι ήσουνα πια έτοιμος για όλα. Το έπαιρνες απόφαση. Στη σκέψη σου άρχιζε μια μυστική λειτουργία. Με το μυαλό και τις αισθήσεις έμπαινε σε κίνηση αργά και μεθοδικά η διαδικασία της απόδρασης. Κατέληγες σ’ ένα σχέδιο. Το υπέβαλλες στο Συμβούλιο, την ανώτατη αρχή της ΕΟΚΑ στα κρατητήρια, που όριζε με διαταγή ο Διγενής. Κι αν το σχέδιο και τα ονόματα που προτείνονταν εγκρίνονταν, σου διαβιβαζόταν το μήνυμα της αναμονής. Γιατί εκτός από το δικό σου, υπήρχαν κι άλλα σχέδια αποδράσεων και οπωσδήποτε γινόταν επιλογή προσώπων, σύμφωνα με την κρίση του Συμβουλίου και την έγκριση του Αρχηγού της Οργάνωσης. Έτσι επιτεύχθηκαν κατά καιρούς τολμηρές αποδράσεις, από τα κρατητήρια και τις φυλακές, αγωνιστών που μεγαλούργησαν σε εκπληκτικές πράξεις ανδρείας και δοξασμένης αυτοθυσίας»
Απόδραση 16 αγωνιστών από το φρούριο της Κερύνειας
Το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου 1955, η ΕΟΚΑ είχε μια μεγάλη επιτυχία. Από το φρούριο της Κερύνειας δραπέτευσαν 16 πολιτικοί κρατούμενοι, σημαίνοντα στελέχη της ΕΟΚΑ, παρά τα αυστηρά μέτρα των Αγγλων. Οι δραπέτες είναι: Μάρκος Δράκος, Λάμπρος Καυκαλίδης, Μιχαλάκης Ρωσσίδης, Λεύκιος Ροδοσθένους, Πέτρος Στυλιανού, Πέτρος Παπαϊωάννου, Ευάγγελος Ευαγγελάκης, Χριστάκης Ελευθερίου, Κωνσταντίνος Λοίζου, Στέλιος Σιάμισης, Χαρίλαος Ξενοφώντος, Παύλος Νικήτας, Ανδρέας Πολυβίου, Παναγιώτης Παπαναστασίου, Δήμος Βρυωνίδης, Μίκης Φυρίλλας.
Το σχέδιο της απόδρασης είχε υποβληθεί στον Διγενή και εγκρίθηκε. Η εκτέλεση του έγινε ως εξής:
Οι 16 κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν στο διαμέρισμα του φρουρίου, που είχαν επιλέξει για την απόδρασή τους. Μερικοί απ’ αυτούς άρχισαν να κτυπούν με σίδερα κρυμμένα στο θάλαμο το υλικό που συγκρατούσε το παράθυρο, από το οποίο θα κατέβαιναν προς το μέρος της θάλασσας. Για να μην ακούεται ο θόρυβος των κτυπημάτων, άλλοι συγκρατούμενοί τους την ίδια ώρα τραγουδούσαν, χόρευαν, θορυβούσαν. Τα σίδερα του παραθύρου δεν ξεκολλούσαν εύκολα, αλλά τελικά υποχώρησαν στη μυϊκή δύναμη του Πέτρου Παπαϊωάννου. Οι κρατούμενοι χρησιμοποίησαν τα σεντόνια, που είχαν δέσει το ένα με το άλλο, και ένας – ένας κατέβαιναν στην παραλία. Η απόδραση τους κράτησε 16 λεπτά και τελείωσε στις 9:30 μ.μ.
Οι 16 δραπέτες χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες και προχώρησαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Επτά απ’ αυτούς συνελήφθησαν. Οι άλλοι εννέα, ο Ευαγγελάκης, ο Ξενοφώντος, ο Καυκαλίδης, ο Δράκος, ο Ροδοσθένους, ο Φυρίλλας, ο Πολυβίου, ο Ελευθερίου και ο Νικήτας, έγιναν μέλη ανταρτικών ομάδων και πρόσφεραν πολλές υπηρεσίες στον Αγώνα.
ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ 3Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1955
Κατά την περίοδο αυτή, ο Εθνάρχης Μακάριος μεταβαίνει εις Μπαντούγκ της Ινδονησίας, όπου συγκροτείται το Αφρικανοασιατικό Συνέδριο, και ενημερώνει σε διεθνές επίπεδο για το Κυπριακό πρόβλημα. Στην Κύπρο συγκαλεί το Εθναρχικό Συμβούλιο, που ασχολείται με την πορεία του εθνικού θέματος της Κύπρου. Η Βρετανία αντιτίθεται στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο και συγκαλεί στο Λονδίνο Τριμερή Διάσκεψη, στην οποία εκπροσωπούνται οι Κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Σ’ αυτή συζητείται το Κυπριακό πρόβλημα, στη λύση του οποίου εμπλέκεται επίσημα η Τουρκία. Στη διάρκεια της Διάσκεψης οι Τούρκοι επιδίδονται σε Βανδαλισμούς εις βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Η 10η Σύνοδος του ΟΗΕ απορρίπτει την προσφυγή της Ελλάδας για το Κυπριακό πρόβλημα. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1955, ανακοινώνεται ο διορισμός του Σερ Τζων Χάρτινγκ ως νέου Κυβερνήτη της Κύπρου.
Ο Εθνάρχης Μακάριος εργάζεται για ενημέρωση επί του Κυπριακού προβλήματος. Η συμμετοχή του στο Αφρικανοασιατικό Συνέδριο εις Μπαντούγκ της Ινδονησίας.
Παράλληλα με τη στρατιωτική δράση της ΕΟΚΑ, ο Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης Μακάριος κινείται προς πολλές κατευθύνσεις, για να ενημερώνει τη διεθνή κοινή γνώμη στο Κυπριακό πρόβλημα.
Στις 15 Απριλίου 1955, μεταβαίνει εις Μπαντούγκ της Ινδονησίας, όπου συγκροτείται Αφρικανοασιατικό Συνέδριο, στο οποίο συμμετέχουν αρχηγοί και άλλοι επίσημοι 29 κρατών. Οι πιο πολλές από τις χώρες αυτές είχαν διατελέσει υπό αποικιακό ζυγό και έβλεπαν με πολλή συμπάθεια το Κυπριακό πρόβλημα. Στις 23 Απριλίου, ο Αρχιεπίσκοπος συγκάλεσε δημοσιογραφική διάσκεψη στη Μπαντούγκ και σε δηλώσεις του μεταξύ άλλων είπε:
«Η συνδιάσκεψις του Μπαντούγκ αποτελεί ιστορικόν Βήμα δια τον οριστικών ενταφιασμόν του αποικισμού εις τον κόσμον. Όλοι οι εξηρτημένοι λαοί παρακολουθούν μετ’ ανακουφίσεως και ικανοποιήσεως τας εργασίας της παρούσης συνδιασκέψεως. Ο Κυπριακός λαός συμμετέχει περισσότερον από κάθε άλλον λαόν των αισθημάτων τούτων. Παρ’ όλον ότι το Κυπριακόν ζήτημα δεν εσυζητήθη κατ’ άμεσον τρόπον εις την συνδιάσκεψιν, εν τούτοις η υπ’ αυτής καταδίκη του αποικισμού εν γένει συμπεριλαμβάνει αυτομάτως και την Κύπρον».
Εξηγώντας ο Αρχιεπίσκοπος ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο, ανέφερε:
«Εάν η Βρετανία παραχώρηση αυτοδιάθεσιν, υπάρχουν τρία ενδεχόμενα, επί των οποίων θα αποφανθεί ο Κυπριακός λαός. Ταύτα είναι: Ένωσις με την Ελλάδα, ανεξαρτησία ή παραμονή εις την Βρετανικήν Κοινοπολιτείαν».
Σε συνέντευξη του με δημοσιογράφους αιγυπτιακών εφημερίδων αργότερα, στις 18 Μαΐου 1955, μιλώντας για το Συνέδριο της Μπαντούγκ, είπε:
«Ιδιαιτέραν σημασίαν έχει η υπό του Συνεδρίου τούτου καταδίκη του αποικισμού. Το Συνέδριο της Μπαντούγκ κατέφερε το μεγαλύτερον κτύπημα εναντίον του αναχρονιστικού τούτου θεσμού».
Σύγκληση του Εθναρχικού Συμβουλίου στις 13 Ιουνίου 1955
Στις 13 Ιουνίου 1955, ο Εθνάρχης Μακάριος συγκάλεσε στην Αρχιεπισκοπή τα μέλη του Εθναρχικού Συμβουλίου και τα ενημέρωσε για την πορεία του Κυπριακού Αγώνα κατά τους τελευταίους μήνες. Στην προσφώνηση του ανέφερε μεταξύ άλλων τα πιο κάτω:
α) «Προσωπικώς φρονούμεν, ότι το Κυπριακόν ακολουθεί από τίνος συνεχή ανιούσαν, έστω και αν μικραί διακυμάνσεις σημειούνται επί της ανιούσης αυτής. Δεν θέλομεν να είπωμεν, ότι τα πάντα αισίως προχωρούν και να δημιουργώμεν ούτω αυταπάτας ή μυωπάζοντες προ της καταστάσεως να εκφράζωμεν αυταρέσκως ικανοποίηοιν, ώς τίνες πιθανώς να νομίζουν. Προσπαθούμεν να Βλέπωμεν καθαρώς την πραγρατικότητα και όχι να την αποκρύπτωμεν ή να εθελοτυφλώμεν ενώπιον της, αλλά να την αντιμετωπίζωμεν με θάρρος και αισιοδοξίαν. Την αισιοδοξίαν μας δε αυτήν αντλούμεν από την πίστιν μας εις τον Ελληνικόν Κυπριακόν λαόν, την μαχητικήν του διάθεσιν και την αγνήν πατριωτικήν ψυχήν του. Λαός, ο οποίος επί τοσούτον ρακρόν διάστηρα ευρίσκεται υπό δουλικόν ζυγόν και όμως, παρά τας προσπάθειας και τας πιέσεις των κατακτητών του, δεν έμαθε την ευτελή τέχνην του δουλεύειν και κύπτειν τον αυχένα προ του κυριάρχου, αλλά διετήρησε φλογεράν πάντοτε την αγάπην προς την ελευθερίαν, ο λαός αυτός είναι άξιος της ελευθερίας. Και θα την ανάκτηση. Ελπίζομεν δε βασίμως, ότι η ημέρα της Κυπριακής ελευθερίας δεν θα βραδύνη».
β) «Επαναλαμβάνομεν ότι σήμερον πλήρης ταυτότης αντιλήψεων υφίσταται μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και ημών. Διαφωνούν οι εν Κύπρω κομμουνισταί ηγέται. Αλλά οι κομμουνισταί δεν κάμνουν εθνικόν αγώνα. Τα πάντα βλέπουν και εξετάζουν δια του κομματικού φακού με σύνθημα, υπεράνω όλων το συμφέρον του κόμματος».
γ) «Από εσωτερικής απόψεως εξετάζοντες το Κυπριακόν, παρατηρούμεν ότι η εξέλιξις των πραγμάτων απέδειξε πασιφανώς, ότι το εθνικόν αίτημα του Κυπριακού λαού δεν είναι απλώς συναισθηματική κλίσις και αόριστος πόθος, αλλά συγκεκριμένος σκοπός, δια την πραγμάτωσιν του οποίου εκδηλούται αξιοθαύμαστος μαχητικότης. Ο Κυπριακός λαός κατά τους δέκα τελευταίους μήνας αντεμετώπισε την μεγαλυτέραν τρομοκρατίαν και καταπίεσιν, την οποίαν η αποικιακή Κυβέρνησις εξαπέλυσε ποτέ εις την Νήσον. Την αντεμετώπισε με σθένος και ηρωϊσμόν. Συνέτριψε τας επανειλημμένος συνταγματικός επιθέσεις της κυριάρχου Δυνάμεως, ηψήφησε την επαναφοράν των αντιστασιακών νόμων, αντέδρασε με σθένος εις τα αφελληνιστικά κατά της παιδείας μέτρα της Κυβερνήσεως. Έπραξε δε πάντα ταύτα με υψηλόν φρόνημα, με Βαθειάν πίστιν και αυταπάρνησιν, αναπτύξας εκπληκτικήν μαχητικότητα, ήτις, λόγω της προκλητικής στάσεως της Κυβερνήσεως, πολλάκις εξεδηλώθη κατά τρόπον συναρπαστικόν και τον έφερεν εις βιαίαν σύγκρουσιν με την τοπικήν διοίκησιν. Αι δυναμιτιστικαί απόπειραι και άλλαι μαχητικοί εκδηλώσεις των τελευταίων ημερών μόνον υπό το πρίσμα τούτο δύνανται να ερμηνευθώσιν.
Ανεξαρτήτως όμως της σοβαρός μορφής, την οποίαν προσλαμβάνει εν τη Νήσω η αντίθεσις μεταξύ λαού και Κυβερνήσεως, εκείνο το οποίον προέχει εις την παρούσαν περίπτωσιν, και το οποίον πρέπει να εξαρθή ιδιαιτέρως, είναι η αγωνιστική διάθεσις και η αποφασιστικότης του λαού μας. Ουδέποτε το φρόνημα του Κυπριακού λαού ήτο τόσον υψηλόν και ακμαίον, όσον είναι σήμερον»
Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου
Στις 30 Ιουνίου 1955, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Άντονυ Ήντεν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Βρετανική Κυβέρνηση προσκάλεσε τις Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Λονδίνο για μια Τριμερή Διάσκεψη. Έλεγε η πρόσκληση:
«Η Κυβέρνησις της Αυτής Μεγαλειότατος εμελέτησε περαιτέρω το στρατηγικόν και άλλα προβλήματα επηρεάζοντα τόσον το Ηνωμένον Βασίλειον όσον και την Ελλάδα και την Τουρκίαν εις την Ανατολικήν Μεσόγειον. Η Κυβέρνησις φρονεί ότι η συνεργασία των τριών χωρών εις την περιοχήν ταύτην, βασιζόμενη επί αμοιβαίας εμπιστοστύνης, είναι ουσιώδης δια τα κοινά συμφέροντα των, Κατ’ ακολουθίαν, η Κυβέρνησις της Αυτής Μεγαλειότητος προσκαλεί τας Κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας ν’ αποστείλουν αντιπροσώπους, όπως διασκεφθούν μετ’ αυτής εις το Λονδίνον εις σύντομον ημερομηνίαν επί πολιτικών και αμυντικών ζητημάτων επηρεαζόντων την Ανατολικήν Μεσόγειον, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου».
Μόλις γνωστοποιήθηκε η πρόσκληση στις Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξέφρασε την αντίθεση του, δηλώνοντας σε δημοσιογράφους τα πιο κάτω:
«Η τοποθέτησις του Κυπριακού ζητήματος εντός γενικωτέρων πλαισίων και η ούτω πως γενομένη ανάμιξις της Τουρκικής Κυβερνήσεως ως παράγοντος ρυθμίσεως του Κυπριακού, δεν αποτελεί εγγύησιν δια την ορθήν αντιμετώπισιν και λύσιν της όλης υποθέσεως.
Επί πλέον δεν νοείται συζήτησις του Κυπριακού ερήμην του αμέσως ενδιαφερομένου Κυπριακού λαού. Το ζήτημα μας παραμένει καθαρώς ζήτημα αυτοδιαθέσεως και μόνον επί της βάσεως ταύτης δύναται ορθώς να αντιμετωπισθή και να λυθή.
Μολονότι η χειρονομία αυτή της Μεγάλης Βρετανίας αποτελεί βήμα εκ της απολύτου αρνήσεως εις την υπεύθυνον υπό της Βρετανικής Κυβερνήσεως αναγνώρισιν υπάρξεως σοβαρού ζητήματος, δέον να μη παρασυρώμεθα υπό υπερβολικής αισιοδοξίας, εν αναμονή σαφών και θετικών αποφάσεων»
Το Εθναρχικό Συμβούλιο συνήλθε σε συνεδρία, για να εξετάσει την κατάσταση, που διαμορφωνόταν μετά την πρόσκληση για σύγκληση της Τριμερούς Λιάσκεψης στο Λονδίνο.
Σ’ αυτή διαπιστώθηκε ότι οι Άγγλοι επιδίωκαν: 1) τη ματαίωση νέας προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη για το Κυπριακό από την Ελληνική Κυβέρνηση, 2) τη χρησιμοποίηση της επιρροής της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη χαλάρωση της αγωνιστικής διάθεσης του Κυπριακού λαού, 3) την εκτροπή του θέματος σε ελληνοτουρκική διένεξη.
Είναι φανερό ότι η Βρετανική Κυβέρνηση συγκάλεσε την Τριμερή Διάσκεψη, γιατί η κατάταση στην Κύπρο χειροτέρευε από τον κλιμακούμενο Αγώνα της ΕΟΚΑ, τον οποίο υποστήριζε θερμά η Ελλάδα. Η Ελληνική Κυβέρνηση επιδίωκε λύση του Κυπριακού με Βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης και δήλωνε ότι θα συνεχίσει τον αγώνα της στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών μέσω της διπλωματίας, ο Ελληνικός δε λαός προέβαινε σε αυθόρμητες και ενθουσιώδεις εκδηλώσεις υπέρ της Κύπρου.
Οι Βρετανοί κινήθηκαν δραστήρια, για να εμπλέξουν την Τουρκία στη λύση του Κυπριακού προβλήματος και να τορπιλίσουν την ετοιμαζόμενη προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ, που απέβλεπε στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης για τον Κυπριακό λαό. Στις 4 Ιουλίου 1955, ο Αρχηγός του Γενικού Αυτοκρατορικού Επιτελείου Στρατάρχης Σερ Τζων Χάρντιγκ μεταβαίνει στην Αγκυρα για στρατιωτικές συνομιλίες. Ο Υπουργός των Αποικιών Λέννοξ Μπόυντ έρχεται στην Κύπρο στις 9 Ιουλίου και συνομιλεί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στον οποίο προτείνει την εισαγωγή συντάγματος αυτοκυβέρνησης, αποκλείει όμως οποιαδήποτε μεταπολίτευση στο νησί. Έτσι οι συνομιλίες δεν καταλήγουν πουθενά.
Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αποδεχθεί εν τω μεταξύ την πρόσκληση της Βρετανικής Κυβέρνησης για συμμετοχή στη Διάσκεψη του Λονδίνου. Στις 7 Ιουλίου, ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρέδωσε στον Βρετανό Πρέσβη στην Αθήνα Σερ Τσαρλς Πήηκ το πιο κάτω έγγραφο:
«Η Ελληνική Βασιλική ΚυΒέρνησις έλαβε γνώσιν μεθ’ ικανοποιήσεως της αποφάσεως της Βρετανικής Κυβερνήσεως περί προσκλήσεως της Ελλάδος και της Τουρκίας εις Τριμερή Συνδιάσκεψιν, εις την οποίαν να συζητηθούν μετ’ αυτής στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Η Ελληνική Βασιλική Κυβέρνησις συμφωνεί απολύτως, ότι η συνεργασία της Ελλάδος μετά της Αγγλίας και της Τουρκίας είναι ιδιαιτέρως χρήσιμος δια την άμυναν της Ανατολικής Μεσογείου και είναι πρόθυμος να αποστείλη τους αντιπροσώπους της εις το Λονδίνον εις την εγγυτέραν ημερομηνίαν».
Η αποδοχή της Ελληνικής Κυβέρνησης για συμμετοχή στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου υπήρξε μια έκπληξη για τους Αγγλους. Σημειώνει ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλλαν στα Απομνημονεύματα του:
«Αποτέλεσε για μένα ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι ο Βασιλιάς Παύλος έσπευσε να μου στείλει προσωπικό μήνυμα, με το οποίο χαιρετούσε με ικανοποίηση την τολμηρή και διορατική πρωτοβουλία της Μ. Βρετανίας. Με εξέπληξε ιδιαίτερα το ότι ο Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών Στεφ. Στεφανόπουλος δέχτηκε τη βρετανική πρόταση, χωρίς να θέσει οποιουσδήποτε όρους και χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις, λέγοντας μάλιστα ότι οι Έλληνες θα χαιρόντουσαν να συναντηθούν με τους Τούρκους φίλους των».
Ο Νίκος Κρανιδιώτης σχολιάζοντας την αποδοχή της πρόσκλησης από την Ελληνική Κυβέρνηση γράφει ότι «ήταν ένα τεράστιο ολισθηρά», γιατί «με την απόφαση της αυτή αποδεχόταν την Τουρκία σαν ενδιαφερόμενο μέρος και σαν δικαιούχο παράγοντα στη ρύθμιση του Κυπριακού» («Δύσκολα χρόνια – Κύπρος 1950-1690», σ. 95).
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στις 11 Ιουλίου μετέβη στην Αθήνα, όπου είχε συνομιλίες με την Ελληνική Κυβέρνηση, στην οποία εισηγήθηκε: 1) Άμεση κατάθεση προσφυγής για το Κυπριακό στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. 2) Αποδοχή της πρόσκλησης της Βρετανικής Κυβέρνησης για την Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, αφού προηγουμένως η Βρετανική Κυβέρνηση αναλάβει την υποχρέωση να χορηγήσει αυτοδιάθεση στον Κυπριακό λαό.98
Η πρώτη εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου 1955. Η δεύτερη εισήγηση έπεσε στο κενό, γιατί η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν δεσμευμένη με την επιστολή της με ημερομηνία 7 Ιουλίου, που είχε ήδη αποστείλει στη Βρετανική Κυβέρνηση.
Η Τριμερής Διάσκεψη ορίστηκε στις 29 Αυγούστου 1955- Την παραμονή ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Παπάγος δήλωσε:
«Δεν θεωρούσε τη διατήρηση της ελληνοτουρκικής φιλίας ασυμβίβαστη με μια ικανοποιητική λύση του Κυπριακού ζητήματος. Αντίθετα πιστεύω ότι η διευθέτηση του προβλήματος αυτού θα ενδυναμώσει ακόμα περισσότερο τους δεσμούς, οι οποίοι υπάρχουν σήμερα ανάμεσα στις δυο χώρες μας».99
Στις 26 Αυγούστου, συνήλθε στη Λευκωσία η Γ’ Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση, η οποία ασχολήθηκε με την Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου και διατύπωσε την αντίθεση της προς αυτή.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προσφώνησε την Εθνοσυνέλευση και μεταξύ άλλων είπε:
«Το Κυπριακόν είναι καθαρώς ζήτημα αυτοδιαθέσεως και δια την λύσιν του ζητήματος τούτου δεν αποτελεί αρμόδιον σώμα η Τριμερής. Εάν η Βρετανική Κυβέρνησις ενδιεφέρετο ειλικρινώς δια την λύσιν του ζητήματος τούτου, έπρεπε να καλέση εις συνομιλίας τους αμέσως ενδιαφερομένους Κυπρίους. Αι συνομιλίαι έπρεπε να είναι διμερείς μεταξύ της Βρετανικής Κυβερνήσεως και της Ελληνικής, ενεργούσης ως εντολοδόχου της μεγίστης πλειοψηφίας των Κυπρίων. Ποίαν θέσιν έχει εις την Τριμερή δια να παρακαθήση με ίσα δικαιώματα η Τουρκία; Το Κυπριακόν δεν αποτελεί Ελληνοτουρκικην διαφοράν ούτε διαφοράν μεταξύ των τριών Δυνάμεων της Τριμερούς, αλλ’ αποτελεί πρωτίστως Αγγλοκυπριακήν και κατ’ επέκτασιν Ελληνοαγγλικήν διαφοράν. Η Αγγλική Κυβέρνησις πολύ εκοπίασε να υποδαύλιση Τουρκικόν επί της Κύπρου ενδιαφέρον. Αποτέλεσμα της Βρετανικής ταύτης τακτικής υπήρξε να αρχίσουν και οι ίδιοι οι Τούρκοι να πι-στεύουν ότι έχουν τίτλους ιδιοκτησίας επί της Κύπρου. Λησμονούν ότι δια του 16ου άρθρου της Λωζάννης έχουν ήδη παραιτηθή παντός επί της νήσου δικαιώματος, εάν ποτέ είχον τοιούτον. Εις τα πρακτικά της Συνθήκης ταύτης αναφέρονται μεταξύ άλλων οι εξής λόγοι του αρχηγού της εν Λωζάννη Τουρκικής αντιπροσωπίας και μετέπειτα Πρωθυπουργού και Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ισμέτ Πασά: «Κατ’ επανάληψιν εδήλωσα ότι η ΚυΒέρνησις της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας δεν εγείρει αξιώσεις επί εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άτινα παρέμειναν εκτός των συνόρων της Τουρκίας».
Η Γ’ Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση σε ψήφισμα της μεταξύ άλλων δήλωνε ότι «ουδεμίαν θα δεχθή απόφασιν της Τριμερούς, εφ’ όσον αυτή δεν είναι σύμφωνος προς την εκπεφρασμένην θέλησιν του Κυπριακού λαού».
Οι εργασίες της Διάσκεψης ξεκίνησαν στις 29 Αυγούστου και έληξαν στις 7 Σεπτεμβρίου 1955. Συνοπτικά αναφέρομε τις θέσεις, που πήραν οι τρεις Υπουργοί Εξωτερικών των χωρών που συμμετείχαν στη Διάσκεψη.
- Ο Μακμίλλαν, Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, αναφέρθηκε στην κατάληψη της Κύπρου το 1878 από τη χώρα του και στις στρατηγικές ευθύνες, που αναλάμβανε τότε. Ακολούθως μίλησε για τις υπάρχουσες ευθύνες και υποχρεώσεις της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή και υποστήριξε ότι η χώρα του πρέπει να εξακολουθήσει να κατέχει την Κύπρο, για να μπορεί να εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις. Η πρόταση της Βρετανικής Κυβέρνησης για τους Κυπρίους είναι παραχώρηση αυτοκυβέρνησης μέσα στα πλαίσια των βρετανικών στρατηγικών αναγκών.
- Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Στέφανος Στεφανόπουλος υποστήριξε τη λύση του Κυπριακού προβλήματος με την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στο νησί.
- Ο Ζορλού, Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, δεν πρόβαλε την αξίωση να παραχωρηθεί η Κύπρος στην Τουρκία, αλλά είπε ότι η Κυβέρνηση του είναι ικανοποιημένη με το διεθνές καθεστώς που υπάρχει στην Κύπρο.
«Ακολουθεί περίληψη του επισήμου ανακοινωθέντος, που εκδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου σχετικά με το συνέδριο της Κύπρου.
Εξηγώντας την άποψη της Κυβέρνησης της A.M. ο Μακμίλλαν έδωσε έμφαση στις πρωταρχικής σημασίας ευθύνες τριών χωρών προς τους εταίρους τους και σημείωσε ότι οι διαφορές σχετικά με την Κύπρο απειλούσαν την αρμονία μεταξύ των Συμμάχων. Ιστορικά και οι τρεις χώρες είχαν ειδικό συμφέρον στην Κύπρο, αλλά η Κύπρος ήταν τώρα αναμφισβήτητα υπό βρετανική κυριαρχία. Η Κύπρος είναι ζωτικής σημασίας για τις αμυντικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρειάζεται μόνο «βάση», αλλά κατοχή και χρήση όλης της Κύπρου. Ο ρόλος της Βρετανίας είναι να διατηρήσει το νόμο και την τάξη στην Κύπρο και να προάξει αυτοκυΒέρνηση, που είχε παρεμποδιστεί από τη βία. Η Βρετανία δεν θα εγκατέλειπε τα συμφέροντα και τις ευθύνες της, αλλά ήλπιζε να συμβιβάσει απόψεις μέσω φιλικής συζήτησης.
Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών είπε ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει τις αμυντικές υποχρεώσεις της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή και τόνισε ότι η αξία της Κύπρου για τη Βρετανία θα ενισχυόταν, αν η επιθυμία των Κυπρίων για αυτοδιάθεση εκπληρωνόταν. «Η μοναδική προσπάθεια της Ελληνικής Κυβέρνησης είναι να εξασφαλίσει για το λαό της Κύπρου το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέσα σε μια λογικά σύντομη περίοδο χρόνου, κατά την οποία η Κύπρος θα έπαιρνε αυτοκυβέρνηση». Η Ελλάδα απορρίπτει τη Βία και, αν η Κύπρος γίνει Ελληνική, η Ελλάδα θα εγγυόταν τις Βάσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και θα ικανοποιούσε τους Τούρκους σχετικά με την Τουρκική μειονότητα στο νησί.
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών είπε ότι η διοίκηση της Κύπρου είχε μεταβιβαστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό τον όρο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα Βοηθούσε την Τουρκία σε περίπτωση ρωσικής επιδρομής. Με τη συνθήκη της Λωζάννης η Βρετανία απέκτησε κυριαρχία στο νησί και στους κατοίκους δόθηκε η επιλογή της βρετανικής ή της τουρκικής υπηκοότητας. Η Κύπρος ήταν θέμα που αφορούσε μόνο την Τουρκία και τη Βρετανία και αυτό είχε αναγνωριστεί από όλους που υπέγραψαν τη Συνθήκη. Απόπειρα αλλαγής του καθεστώτος της νήσου ισοδυναμούσε με αναζήτηση τροποποίησης της Συνθήκης. Η Τουρκία θεωρεί το «Κυπριακό πρόβλημα» σαν βρετανική εσωτερική υπόθεση και, αν υπάρχει οποιοδήποτε θέμα αλλαγής του καθεστώτος της, θα πρέπει να επιστραφεί στην Τουρκία. Η Κύπρος ήταν προέκταση της ενδοχώρας της Ανατολίας και οικονομικά συνδεδεμένη με αυτή. Η Κύπρος ελέγχει τα νότια τουρκικά λιμάνια και είναι ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Τουρκίας. Είναι επιτακτικό όπως το νησί ανήκει στην Τουρκία ή σε χώρα που ενδιαφέρεται πολύ για την τύχη των ανατολικών γειτόνων της Τουρκίας. Η αρχή της αυτοδιάθεσης, παρόλο που είναι ευγενική ιδέα, «δεν πρέπει να επιτραπεί να γίνει ένα στοιχείο αδικίας, ανασφάλειας και ταραχής. Επιπλέον η Τουρκία δεν αντιτίθεται σε αυτοκυβέρνηση, αλλά η δυσδιάκριτη εφαρμογή της δεν πρέπει να επιτραπεί να προκαλέσει ταραχή». Η Κύπρος χρειάζεται ειρήνη και ησυχία. Οι κληρικοί θα πρέπει να μένουν εκτός πολιτικής. Η κατευθυντήρια αρχή της αυτοκυΒέρνησης θα πρέπει να είναι η παραχώρηση πλήρους ισότητας σε αμφότερους τους Έλληνες και Τούρκους κατοίκους του νησιού.
Το πλήρες κείμενο αποστέλλεται με διπλωματικό σάκκο.
BUTTERWORTH».
Για τις θέσεις Μακμίλλαν και Ζορλού, που διατυπώθηκαν στη Διάσκεψη, αξίζει να κάνουμε πιο κάτω μικρό σχόλιο:
1) Οι θέσεις και των δύο αυτών Υπουργών Εξωτερικών έχουν ως κίνητρο τα συμφέροντα των χωρών τους και βρίσκονται σε αντίθεση με την αρχή της αυτοδιάθεσης, η οποία είναι αποδεκτή παγκοσμίως, γιατί είχε διακηρυχθεί επίσημα τη 16η Δεκεμβρίου 1952 από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μέλη του οποίου είναι τόσο η Βρετανία όσο και η Τουρκία.
2) Και η Τουρκία και η Βρετανία ήρθαν ως κατακτητές της Κύπρου, την οποία κρατούσαν υπόδουλη για χρόνια πολλά παρά τη θέληση του λαού της. Η πραγματική θέληση του Κυπριακού λαού εκφράστηκε με το Δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950.
Ότι οι Βρετανία δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στους Κυπρίους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, φαίνεται καθαρά από το τηλεγράφημα, που απέστειλε ο Πρέσβης των Η.Π.Α. στο Λονδίνο προς το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, στις 7 Σεπτεμβρίου 1955, τελευταία μέρα της Διάσκεψης. Ένα απόσπασμα είναι το πιο κάτω:
«Ο Ζορλού ρώτησε τον Μακμίλλαν στη διάρκεια της συνάντησης, αν το Ηνωμένο Βασίλειο πίστευε κάτω από όλες τις συνθήκες στην αυτοδιάθεση, στην ερώτηση του οποίου ο Μακμίλλαν απάντησε ουσιαστικά ότι αυτή ήταν μια από ης βασικές αρχές, πάνω στις οποίες στηριζόταν η βρετανική πολιτική, αλλά δεν ήταν αναγκαία κάτω από όλες τις συνθήκες μια δεσπόζουσα αρχή. Ανέφερε για παράδειγμα ότι πρόσφατα στη Βιέννη έλαβε μέρος στη συμπλήρωση συνθήκης που ειδικά είχε αρνηθεί στην Αυστρία το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, διότι η ειρήνη στο θέμα της προσάρτησης της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία ήταν πιο σημαντική από το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για έξι εκατομμύρια Αυστριακούς. Φαντάζομαι ότι αυτοσχεδιασμοί πάνω σ’ αυτό το θέμα θα είναι πολυπληθείς στις μέρες που έρχονται.
BUYTTERWORTH».
Ο Γεν. Γραμματέας της Εθναρχίας Κύπρου Νίκος Κρανιδιώτης, ο οποίος είχε αποσταλεί στο Λονδίνο, για να παρακολουθήσει ως παρατηρητής τις εργασίες της Τριμερούς Διάσκεψης, σε έκθεση του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο έγραψε μεταξύ άλλων:
«Η Τριμερής ωργανώθη υπό της Βρετανικής Κυβερνήσεως με αντικεμενικόν σκοπόν να προβάλη επί διεθνούς πεδίου την Τουρκίαν ως απαραίτητον παράγοντα λύσεως του Κυπριακού, να εμφάνιση την Ελλάδα και την Τουρκίαν αντιδικούσας επί της Κύπρου και ν’ αναλάβη η ιδία τον ρόλον του μεγαλόψυχου διαιτητού και τελικού ρυθμιστού της όλης υποθέσεως».
Η Τριμερής Διάσκεψη κατέληξε σε αποτυχία. Δεν επιτεύχθηκε καμιά συμφωνία λόγω των διαφορετικών απόψεων, που διατυπώθηκαν σ’ αυτή.
Για την Κύπρο και τον Ελληνισμό γενικότερα τα αποτελέσματα υπήρξαν καταστρεπτικά. Με την Τριμερή Διάσκεψη η Τουρκία έμπαινε επίσημα ως ενδιαφερόμενο μέρος για λύση του Κυπριακού. Αυτό εκμεταλλεύτηκε η Μεγάλη Βρετανία στις συζητήσεις που έγιναν αργότερα στην Κύπρο και στον ΟΗΕ και το χρησιμοποιούσε συνεχώς ως σοβαρό επιχείρημα για τη μη ικανοποίηση του αιτήματος του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση.
Η 10η Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης ίου ΟΗΕ και η αρνητική της απόφαση για το Κυπριακό. Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Κύπρο
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1955, άρχισαν οι εργασίες της 10ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Την 21η Σεπτεμβρίου, η δεκαπενταμελής Γενική Επιτροπή εξέτασε την αίτηση της Ελλάδας για λύση του Κυπριακού προβλήματος με την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης. Η Επιτροπή αποφάσισε με πλειοψηφία να μην περιληφθεί το Κυπριακό στην ημερήσια διάταξη. Οι επτά χώρες που ψήφισαν εναντίον της ελληνικής προσφυγής είναι η Βρετανία, οι Η.Π.Α., η Γαλλία, η Νέα Ζηλανδία, το Λουξεμβούργο, η Χιλή και η Νορβηγία. Τέσσερις χώρες ψήφισαν υπέρ και άλλες τέσσερις τήρησαν αποχή. Οι Άγγλοι, οι Αμερικανοί και οι Τούρκοι είχαν καλλιεργήσει εχθρικό κλίμα για τις θέσεις της Ελλάδας. Ιδιαίτερα οι Άγγλοι ανέφεραν ότι υπάρχει έδαφος για ενδοσυμμαχικές συζητήσεις, ώστε να εξευρεθεί ειρηνική λύση του Κυπριακού.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μετά την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής, σε δήλωση του στις 22 Σεπτεμβρίου είπε:
«Η δια πλειοψηφίας απόφασις της Γενικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών περί μη εγγραφής του Κυπριακού εις την ημερησίαν διαταξιν ηκούσθη εν Κύπρω με αισθήματα μεγάλης πικρίας. Δια μίαν ακόμη φοράν ανήθικοι συναλλαγαί και ανίερα συμφέροντα υπηγόρευσαν τον προπηλακισμόν της ηθικής και του δικαίου. Από της διεθνούς σκηνής εξετυλίχθη δράμα με ανυπέρβλητον τέχνην υποκρισίας εις βάρος του Κυπριακού λαού και πολύ περισσότερον εις βάρος του γοήτρου των Ηνωμένων Εθνών. Αφού όμως η αγγλική διπλωματία κατώρθωσε να κλείση την ειρηνικήν και νόμιμον οδόν των Κυπρίων προς τα Ηνωρένα Έθνη, προς ποίαν κατεύθυνσιν εξωθεί τον Κυπριακών λαόν; Παραρένει ανοικτή η οδός δι’ επανάληψιν των τριμερών συζητήσεων, εδήλωσεν ο Βρετανός Υφυπουργός των Εξωτερικών κ. Νάττιγκ. Να ακούσωμεν δηλαδή δια πολλοστήν φοράν εις επανάληψιν της Τριμερούς Διασκέψεως του Λονδίνου, ότι η αρχή της αυτοδιαθέσεως δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθή επί της Κύπρου».
Η δήλωση του Αρχιεπισκόπου κατέληξε στα εξής:
«Ο Κυπριακός λαός παρά την πικρίαν, την οποίαν δοκιμάζει, θα συνέχιση τον αγώνα του. Εντός ολίγου θα καλέσωμεν τον Κυπριακόν λαόν εις νέα στάδια παθητικής αντιστάσεως. Η αντίστασίς μας δεν θα καμφθή από τας οιασδήποτε αντιξοότητας, αι οποίαι αντιθέτως χαλκεύουν την θέλησίν μας να αγωνισθώμεν μέχρις επικρατήσεως του δικαίου μας».
Στις 23 Σεπτεμβρίου, η εγγραφή του Κυπριακού συζητήθηκε και στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου και πάλιν καταψηφίστηκε. Εναντίον της προσφυγής ψήφισαν 28 χώρες και υπέρ της προσφυγής 22. Τήρησαν αποχή 10 χώρες.
Τα μέλη του Εθναρχικού Συμβουλίου μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, αποφάσισαν ως πρώτο μέτρο αντίδρασης την υιοθέτηση της παραίτησης των κοινοτικών Αρχών και μελέτησαν και άλλα μέτρα παθητικής αντίστασης.
Σ’ όλες τις πόλεις της Κύπρου συγκροτήθηκαν μαχητικές διαδηλώσεις. Στη διαδήλωση της Λεμεσού, που έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου, πυροβολήθηκε θανάσιμα από Άγγλους ο δεκαεξάχρονος Ανδρέας Γεωργίου.
Στις 29 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε 24ωρη παναπεργία σ’ όλη την Κύπρο και σχηματίστηκαν ογκώδεις διαδηλώσεις στις πόλεις και σε πάρα πολλά χωριά.
Διορισμός νέου Κυβερνήτη στην Κύπρο
Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 συνέπεσαν με την απόφαση της Αγγλικής Κυβέρνησης για αντικατάσταση του Κυβερνήτη Άρμιτεΐτζ. Στις 25 Σεπτεμβρίου, ανακοινώθηκε το όνομα του νέου Κυβερνήτη της Κύπρου: Σερ Τζων Χάρντιγκ
Πηγή – Βαρνάβας Ανδρέας – Η ιστορία του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59