Του Δημήτρη Καιρίδη
Το έγγραφο που διέρρευσαν τα Wikileaks και το οποίο αφορά τηλεγράφημα της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στα Σκόπια για τις θέσεις της ηγεσίας της ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό, το καλοκαίρι του 2008, είναι γνωστό εδώ και καιρό. Εγώ προσωπικά το παρουσίασα στην τηλεοπτική εκπομπή του Γιώργου Κουβαρά Evening Report στην τηλεόραση του Action 24 στις 21 Ιουνίου 2018. Παρόλα αυτά το έγγραφο προκάλεσε μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ της αντιπολίτευσης και του ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά. Τι μαθαίνουμε από το έγγραφο αυτό;
Πρώτον, μαθαίνουμε ότι η αρχαιοπληξία των Σκοπίων, με τις ανιστόρητες αναφορές στον Μέγα Αλέξανδρο, αποτελούσε μια συνειδητή επιλογή τακτικής του τότε πρωθυπουργού τους, Νίκολα Γκρουέφσκι, προκειμένου να πιεστεί η Ελλάδα να διαπραγματευτεί. Αποτελούσε, με άλλα λόγια, ένα διαπραγματευτικό χαρτί το οποίο εύκολα οι Σκοπιανοί θα μας δίνανε, με αντάλλαγμα την υποχώρησή μας σε άλλα πιο κρίσιμα γι’ αυτούς ζητήματα, όπως κι έγινε. Το να παρουσιάζεται η εξάλειψη του «μεγαλεξανδρισμού» από την πλευρά των Σκοπίων ως μεγάλη επιτυχία από τον Νίκο Κοτζιά είναι τουλάχιστον υπερβολικό. Ο μακεδονικός εθνικισμός δεν είχε στο παρελθόν, πριν τον Γκρουέφσκι, ανάγκη και δεν χρειάζεται στο μέλλον τον Μέγα Αλέξανδρο.
Δεύτερον, μαθαίνουμε ότι οι Σκοπιανοί θα προτιμούσαν να μην συζητηθεί το συνοδευτικό πακέτο και να παραμείνει η διαπραγμάτευση αποκλειστικά στο όνομα του κράτους προκειμένου να υπάρξει συμφωνία. Γνωρίζαν καλά και συμφωνούσε και ο διαμεσολαβητής του Ο.Η.Ε., Μάθιου Νίμιτς, ότι δεν μπορεί ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει μακεδονική γλώσσα και μακεδονική εθνικότητα. Τελικά, βρέθηκε μια που το έκανε, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με ΥΠΕΞ τον Νίκο Κοτζιά.
Στο σημείο αυτό αξίζει να προσεχθούν δυο επιπλέον σημεία. Σε αντίθεση με ότι έχει πει και συχνά επαναλαμβάνει ο Νίκος Κοτζιάς, το θέμα της γλώσσας δεν ήταν λυμένο αλλά αποτελούσε ανέκαθεν μέρος της διαπραγμάτευσης. Μόνο για τον Νίκο Κοτζιά δεν υπήρχε επίδικο και η Ελλάδα είχε αναγνωρίσει τη γλώσσα των Σκοπίων ως μακεδονική, πράγμα που δεν ισχυρίζονται ούτε οι ίδιοι οι Σκοπιανοί.
Το δεύτερο είναι λίγο πιο περίπλοκο αλλά έχει μεγάλη σημασία. Το συνοδευτικό πακέτο εισήλθε στη διαπραγμάτευση με ελληνική πρωτοβουλία. Αρχικά η διαπραγμάτευση αφορούσε μόνο το όνομα του κράτους. Χαρακτηριστικά, στην ενδιάμεση συμφωνία του 1995 λείπουν οι αναφορές στο συνοδευτικό πακέτο. Με τη διαπραγμάτευση του Νίκου Κοτζιά βγάλαμε μόνοι τα μάτια μας. Ενδεχομένως να μην μπορούσαμε να το κερδίσουμε. Στην περίπτωση όμως αυτή θα έπρεπε να το αφήσουμε έξω από τη συμφωνία και να περιοριστούμε στο όνομα του κράτους. Όχι να είμαστε εμείς που θέσαμε το θέμα για να το χάσουμε ολοκληρωτικά.
Τώρα, με τη συμφωνία που υπογράψαμε, η Ελλάδα αναγνωρίζει, για πρώτη φορά, «Μακεδόνες» και «μακεδονική γλώσσα». Ο Νίκος Κοτζιάς αρέσκεται κάθε έναν που διαφωνεί με τη συμφωνία να τον χαρακτηρίζει ακροδεξιό εθνικιστή. Είναι αλήθεια ότι οι Σλαβομακεδόνες της ΠΓΔΜ έχουν ανατραφεί και πιστεύουν στον μακεδονισμό. Αυτό δεν αλλάζει. Δικαίωμα τους να προσδιορίζονται όπως θέλουν. Επιπλέον, ο επιθετικός προσδιορισμός «σκοπιανός» είναι υποτιμητικός. Γι’ αυτό η πάγια ελληνική θέση επισήμως, ως προς της γλώσσα και την εθνότητα του πλειοψηφούντος στοιχείου της ΠΓΔΜ, ήταν «σλαβομακεδονικά» και «Σλαβομακεδόνες» αντίστοιχα.
Τρίτον, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ακόμα και ο σκληρός και αδιάλλακτος Νίκολα Γκρουέφσκι εμφανίζεται, στο αμερικανικό έγγραφο που διέρρευσαν τα Wikileaks, διατεθειμένος να αποδεχτεί την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» για διεθνή χρήση. Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το εύρος της χρήσης της σύνθετης ονομασίας που περιλαμβάνει και το εσωτερικό των Σκοπίων. Όμως, αποσιωπά ότι το erga omnes εξαρτάται από την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πως η πορεία αυτή δεν εξαρτάται από την Ελλάδα και πως, εν τέλει, για να το πετύχει ανέλαβε βαρύτατες δεσμεύσεις και επιβεβαίωσε τον «μακεδονισμό», εναντίον του οποίου είχαν στρατευθεί όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Η χθεσινή ανακοίνωση του ΥΠΕΞ αδιαφορεί για το γεγονός ότι το τμήμα του αμερικανικού τηλεγραφήματος με το μεγαλύτερο ελληνικό ενδιαφέρον δεν αφορά τον Γκρουέφσκι, τον οποίο εντελώς ανερμάτιστα ο Νίκος Κοτζιάς θέλει να ταυτίζει με τη Νέα Δημοκρατία, αλλά με τις εκ βαθέων εξομολογήσεις του τότε Σκοπιανού Προέδρου ,Μπράνκο Τσερνεκόβσκι, για το τι έχει ουσία και τι αποτελεί πολιτικό θέατρο και για το τι είναι εφικτό και τι όχι.
Τέλος, ο Νίκος Κοτζιάς ελέγχεται όχι μόνον για την ουσία της συμφωνίας αλλά και για τη διαδικασία. Διαπραγματεύτηκε ερήμην κάθε θεσμικής εγγύησης, όχι μόνο της βουλής αλλά και του ίδιου του ΥΠΕΞ, τα έμπειρα στελέχη του οποίου παρέμειναν στο σκοτάδι σε όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης.
Επέλεξε δε μια εντελώς πρωτότυπη διαδικασία επικύρωσης που αφήνει την πρωτοβουλία στη σκοπιανή πλευρά και φέρνει την ελληνική βουλή προ τετελεσμένου. Η Συμφωνία των Πρεσπών θα έλθει προς κύρωση στην ελληνική βουλή μαζί με το ενταξιακό πρωτόκολλο για την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και αφού πρώτα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ το έχουν ήδη επικυρώσει.
Όμως τότε οι Έλληνες βουλευτές δεν θα μπορούν να ψηφίσουν για τη συμφωνία αυτή καθεαυτή, καθώς τυχόν απόρριψή της θα οδηγούσε όλους τους συμμάχους μας να αναγνωρίσουν τα Σκόπια με τη συνταγματική τους ονομασία, να απομονώσουν την Ελλάδα και τις θέσεις της διεθνώς και να απαιτήσουν την ένταξη των Σκοπίων με την προσωρινή ονομασία «ΠΓΔΜ», όπως ορίζει η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 2011. Αυτό ήδη ψιθυρίζεται στις Βρυξέλλες και διαμηνύεται τόσο στους συμπολιτευόμενους όσο και στους αντιπολιτευόμενους εντός Ελλάδας.
Με άλλα λόγια, ο Νίκος Κοτζιάς επικρίνεται γιατί δέσμευσε προκαταβολικά την Ελλάδα σε μια προσωπική πολιτική, από την οποία η χώρα δύσκολα μπορεί να απεγκλωβιστεί, αν τα Σκόπια εγκρίνουν τη συμφωνία.