Ο Οργανισμός του Συμφώνου του Βορείου Ατλαντικού, περισσότερο γνωστός ως ΝΑΤΟ, συμπληρώνει σε λίγες εβδομάδες τα 70 χρόνια του, από την ίδρυσή του στην Ουάσιγκτον, την άνοιξη του 1949.
Παρά τα προβλήματα του, το ΝΑΤΟ έχει κάθε λόγο να γιορτάσει την επέτειο αυτή ως η μακροβιότερη, ισχυρότερη και πιο πετυχημένη στρατιωτική συμμαχία στην παγκόσμια ιστορία.
Το ΝΑΤΟ ήταν προϊόν της απόφασης των Ηνωμένων Πολιτειών, μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, να μην επαναλάβουν το σφάλμα της επιστροφής στον απομονωτισμό, όπως έκαναν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επιστροφή στον απομονωτισμό θεωρείται η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και διευκόλυνε τα αναθεωρητικά σχέδια του Χίτλερ που οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Πρώτου.
Η δημιουργία του ΝΑΤΟ διευκολύνθηκε από τα ηγεμονικά σχέδια και την άγαρμπη συμπεριφορά του Στάλιν στην Ανατολική Ευρώπη αλλά και από την ανάγκη να εξοπλιστεί η Δυτική Γερμανία, ως ανάχωμα στον κομουνισμό, χωρίς να προκαλεί τον φόβο στους δυτικούς γείτονές της, όπως η Γαλλία, ότι μπορεί να αποτελέσει εκ νέου κίνδυνο για την ασφάλειά τους.
Ο τετραγωνισμός του κύκλου, ισχυρή αλλά ακίνδυνη Δυτική Γερμανία μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την ένταξή της σε έναν ευρύτερο στρατιωτικό μηχανισμό, υπό την ηγεσία των Αμερικανών, τους οποίους οι Δυτικοευρωπαίοι, τον καιρό εκείνο, εμπιστεύονταν πολύ περισσότερο από ότι τους εαυτούς τους.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989 προκάλεσε μια υπαρξιακή κρίση για το ΝΑΤΟ που αναγκάσθηκε να επεκτείνει τη δράση του πέρα από την άμυνα των μελών του, παρεμβαίνοντας σε κρίσης εκτός της περιοχής του, όπως, κατεξοχήν, έπραξε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στις επιχειρήσεις στη Βοσνία το 1995 και στο Κόσοβο το 1999.
Στη συνέχεια, ανέλαβε δράση στο Αφγανιστάν αλλά και στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό εναντίον της πειρατείας. Η επίκληση του θεμελιώδους άρθρου 5 της Συμμαχίας έγινε για πρώτη και μόνη φορά τη 12η Σεπτεμβρίου 2001, όταν όλοι οι Σύμμαχοι δήλωσαν την πρόθεσή τους να συνδράμουν τις ΗΠΑ στην επίθεση που είχαν δεχτεί την προηγουμένη στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης και στην Ουάσιγκτον.
Η πρόσφατη επιθετικότητα της Ρωσίας, με την προσάρτηση της Κριμαίας και την υποστήριξη της απόσχισης της ανατολικής Ουκρανίας το 2014, επανέφεραν το ΝΑΤΟ στη βασική του λειτουργία: να κρατήσει τους Αμερικάνους μέσα, τους Γερμανούς κάτω (με την έννοια ότι δεν θα αισθανθούν την ανάγκη να επανεθνικοποιήσουν την ασφάλεια και την άμυνά τους) και τους Ρώσους έξω.
Όμως, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να είναι μόνο μια αμερικανική εγγύηση προς τους Ευρωπαίους ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα. Αρκετά από τα μέλη του, όπως η
Ελλάδα αλλά όχι μόνο, έχουν άλλες προτεραιότητες, όπως η προφύλαξη από τις κρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των προσφυγικών ροών, από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Στο πλαίσιο αυτό, το ΝΑΤΟ σήμερα επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ μιας «ανατολικής» και μιας «νότια» στρατηγικής.
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος για το ΝΑΤΟ προέρχεται εκ των έσω και την αμφισβήτηση που καλλιεργεί ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Η ενίσχυση του ευρωπαϊκού βραχίονα του ΝΑΤΟ είναι μονόδρομος και το αυξημένο κόστος για τους Ευρωπαίους για την άμυνά τους θα πρέπει να αναληφθεί, κυρίως, από τους Γερμανούς που συνεχίζουν να πληρώνουν πολύ λιγότερα από ότι τους αναλογούν.
Ευτυχώς, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως και ο προκάτοχος του στο Κρεμλίνο, Στάλιν, κάνει ότι μπορεί για να καταστεί το ΝΑΤΟ δημοφιλές στα μάτια των Ευρωπαίων και των Αμερικανών.
Δεν είναι τυχαίο ότι, για πρώτη φορά, πενήντα Αμερικάνοι βουλευτές και γερουσιαστές προσήλθαν στο πρόσφατο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου για να εκφράσουν την απόλυτη αφοσίωσή τους στην Ατλαντική Συμμαχία.
Στις σχετικές πλειοψηφίες στο Κογκρέσο, το ΝΑΤΟ απολαμβάνει της στήριξης της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών του και από τα δυο κόμματα.
Ίσως θα έπρεπε έξω από το νέο μεγαθήριο του αρχηγείου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες να στηθεί ένα άγαλμα στον Στάλιν και ένα στον Πούτιν, οι οποίοι έχουν υπάρξει οι καλύτεροι χορηγοί της Ατλαντικής Συμμαχίας.