Η ιστορία μας δυστυχώς έχει πολλές μαύρες σελίδες διχασμού οι οποίες γράφτηκαν πάντα σε περιόδους, έντασης,κρίσης και βέβαια ακραίας διχόνοιας. Το 1935 στρατιωτικοί τουφεκίστηκαν,αποτάχθηκαν, εξευτελίστηκαν, μετά από το αποτυχημένο κίνημα του Ναυτικού.
Με την Ελλάδα να έχει υποστεί τη μεγάλη ήττα του 1922 ,την δίκη και εκτέλεση των έξι) και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας η χώρα προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της έχοντας ένα μεγάλο εχθρό να αντιμετωπίσει: Τον διχασμό.
Τον Μάρτιο του 1933 ,με αφορμή την κίνηση του Πλαστήρα, έγινε προσπάθεια να αποδυναμωθούν τα ερείσματα των Φιλελευθέρων στο στρατό. Βασικός στόχος ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας που ήταν και η αιχμή του δόρατος του βενιζελισμού. Οι πιστοί του είχαν φτιάξει μια πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» επικεφαλής της οποίας ήταν ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας. Άλλοι αξιωματικοί του στρατού είχαν συγκροτήσει την Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση (ΕΣΟ) με μέλη της τον συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη και τους αδελφούς Χριστόδουλο και Ιωάννη Τσιγάντες.
Ο Στέφανος Σαράφης είχε μετεκπαιδευτεί στη Γαλλία όπου υπηρέτησε κατόπιν ως στρατιωτικός ακόλουθος και με την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε ως επιτελάρχης του στρατηγού Αλέξανδρου Οθωναίου ο οποίος υπήρξε «ηγέτης» των βενιζελικών αξιωματικών .
Ο Αλέξανδρος Οθωναίος είχε χρηματίσει πρωθυπουργός για πέντε ημέρες (6-10 Μαρτίου 1933) μετά το αποτυχών κίνημα του Πλαστήρα. Από τότε έβλεπε τον εαυτό του σαν τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας, ελπίζοντας ότι οι δύο παρατάξεις θα τον καλούσαν ως σωτήρα σε περίπτωση που θα ήταν ισόπαλες. Έτσι δεν δέχθηκε την πρόταση του Βενιζέλου να αναλάβει, ως όφειλε, την ηγεσία της Επαναστάσεως.
Έτσι το «κίνημα» βρέθηκε ακέφαλο με τριμελή ηγεσία, τον Στέφανο Σαράφη, τον πλοίαρχο Κολιαλέξη και τον πολιτικό Αλέξανδρο Ζάννα. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί όλες οι φρουρές της Βόρειας Ελλάδος το 3ο και 4ο Σώμα Στρατού ,κάποιες μονάδες της Αθήνας και βέβαια η Κρήτη.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε επιστολή του, από τα Χανιά, στην Επιτροπή όριζε σαφώς ότι στόχος ήταν η Θεσσαλονίκη.
Ο Βενιζέλος επέμενε να ηγηθεί ο Πλαστήρας,γι΄ αυτό και ζήτησε ολιγοήμερη αναβολή,ώστε ο πλοίαρχος Νίκος Τούμπας να τον φέρει από τη Γαλλία. Το κίνημα ωστόσο ξεκίνησε ενώ ο Πλαστήρας είχε φθάσει μέχρι το Πρίντεζι όπου η Ιταλική κυβέρνηση τον έθεσε υπό περιορισμό μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα.
Η Κυβέρνηση έχει πληροφορηθεί για το κίνημα τουλάχιστον από τη 1η Μαρτίου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ομάδα στρατιωτικών και πολιτών, υπό τους Σαράφη και Χριστόδουλο Τσιγάντε, καταλαμβάνει το Πρότυπο Σύνταγμα Ευζώνων στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη. Άλλη ομάδα με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε καταλαμβάνει την Σχολή των Ευελπίδων.
Τι έγινε στο Ναυτικό
Ο ναύαρχος Χατζηκυριάκος που είχε “αυτομολήσει” από το βενιζελικό στρατόπεδο και ήταν υπουργός Ναυτικών είχε φροντίσει σε όλα τα πλοία, με εξαίρεση τα υποβρύχια, την τοποθέτηση κυβερνητων φανατικών αντιβενιζελικών. Παρόλα αυτά άνδρες του Ναυτικού κατέλαβαν τον Ναύσταθμο,με επικεφαλής τον υποναύαρχο Ιωάννη Δεμέστιχα.
Κατέλαβαν το «ΑΒΕΡΩΦ» του οποίου κυβερνήτης ανέλαβε ο αντιπλοίαρχος Θεόδωρος Κουντουριώτης ,υιός του ναυάρχου, το «ΕΛΛΗ», το «ΨΑΡΡΑ», το «ΛΕΩΝ», το «ΝΙΚΗ» και τα υποβρύχια «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» και «ΝΗΡΕΥΣ».
Τα πλοία αυτά, πέρασαν το στενό της Ψυτάλλειας τις πρώτες πρωινές ώρες της 2ας Μαρτίου του 1935. Όταν ο στόλος βρέθηκε στα ανοιχτά του Σαρωνικού ο ναύαρχος Δεμέστιχας προσπάθησε να επικοινωνήσει με τις Φρουρές της Βορείου Ελλάδος,χωρίς όμως αποτέλεσμα ,γιατί στην βόρεια Ελλάδα νόμιζαν ότι το Κίνημα είχε αναβληθεί! Ο ναύαρχος Δεμέστιχας αποφάσισε αντί ο στόλος να πλεύσει προς Θεσσαλονίκη ή προς Καβάλα να πάει προς τα Χανιά, όπου βρισκόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η απόφαση αυτή έκρινε και την τύχη του κινήματος.Μόλις έφθασε ο Στόλος ο Βενιζέλος ζήτησε τον απόπλου του για Θεσσαλονίκη όπου είχε επαναστατησει
η 6η Μεραρχία Σερρών με επικεφαλής τον ίδιο τον μέραρχο, υποστράτηγο Αναγνωστόπουλο. Το πρωί της επομένης 3 Μαρτίου ακολούθησε στην Καβάλα ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού. Το βράδυ της 3ης Μαρτίου όλες οι μονάδες από τον Έβρο μέχρι τον Στρυμόνα είχαν επαναστατήσει έχοντας και την ένθερμη και ενεργή συμπαράσταση του πληθυσμού.
Ο στόλος που αναχώρησε από την Σούδα έφθασε στην Καβάλα την Τρίτη 5 Μαΐου. Την προηγούμενη ημέρα, 4 Μαρτίου, ο Βενιζέλος αναλάμβανε επίσημα την αρχηγία του Κινήματος που μετατράπηκε σε Επανάσταση.
Το κράτος της Αθήνας επωφελήθηκε από τα διαδοχικά λάθη των επαναστατών και έδρασε με επικεφαλής τον Γεώργιο Κονδύλη .
Τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία έδωσαν βοήθεια στην κυβέρνηση των Αθηνών. Στις 6 Μαρτίου κατέπλευσαν στο Φάληρο αγγλικά και γαλλικά πολεμικά πλοία. Η Γιουγκοσλαβία δάνεισε αεροπλάνα στην Αθήνα, ενώ η Ιταλία που ενδιαφερόταν για τον πόλεμο στην Αιθιοπία δέσμευσε τον Πλαστήρα για να μην δυσαρεστήσει την Αγγλία.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις βομβάρδισαν αεροπορικώς τις Σέρρες και με όσα πολεμικά πλοία διέθετε η κυβέρνηση την Καβάλα
Το πρωί της 11ης Μαρτίου ο Καμμένος τηλεγραφεί στον Βενιζέλο ότι τα πάντα χάθηκαν. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καταλάβει όλες τις επαναστατημένες πόλεις.
Ο Βενιζέλος που δεν ήθελε να προκαλέσει εμφύλιο το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου με το «ΑΒΕΡΩΦ» αναχωρεί από τα Χανιά για την ιταλοκρατούμενη Κάσο.
Στις 18 Μαρτίου ξεκίνησε η δίκη των αξιωματικών της Αθήνας. Στους κατηγορούμενους προστίθεται και ο απόστρατος συνταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής. Ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη Δίκη των Έξι. Ευκαιρία λοιπόν να καταδικαστεί σε θάνατο. Ψευδομάρτυρες καταθέτουν ότι ήταν στο Σύνταγμα Ευζώνων. Δεν μπορούν, όμως, να τον αναγνωρίσουν. Δεν έχει σημασία. Ήταν. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ισόβια στους Σπαή, Σαράφη, Χριστ. και Ιωαν. Τσιγάντε, Στεφανάκο, Τριανταφυλλίδη και άλλους. Επιπλέον, στους στρατιωτικούς επεβλήθη η ποινή της καθαίρεσης.
Η καθαίρεση έγινε δημόσια σαν σήμερα στις 2 Απριλίου. Η ποινή του θανάτου θεωρείτο, για έναν αξιωματικό εκείνης της εποχής, ελαφρότερη από την καθαίρεση. Η κυβέρνηση φρόντισε να κινηματογραφηθούν οι σκηνές.
Στις 3 Απριλίου στρατοδικείο στη Θεσσαλονίκη δίκασε σε θάνατο τον επίλαρχο Στυλιανό Βολάνη ανηψιό του κρητικού μακεδονομάχου. Ο Βολάνης τουφεκίζεται την αυγή της 5ης Απριλίου.
Στις 13 Απριλίου ξεκινά στην Αθήνα η δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας». Κατηγορούμενοι οι Αναστάσιος Παπούλας, Μιλτιάδης Κοιμήσης, Σκανδάλης, Μπιτζάνης κ.α. Η απόφαση ήταν προφανώς προειλημμένη. Ο 78χρονος στρατηγός έπρεπε να τιμωρηθεί: Εις Θάνατον οι Παπούλας και Κοιμήσης. Τα ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης 24 Απριλίου οι δύο στρατηγοί που κέρδισαν τα γαλόνια τους στις μάχες, οδηγήθηκαν στο απόσπασμα και τουφεκίστηκαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Δημοκρατίας.
Συνολικά μέχρι τις 14 Απριλίου του 1935, σε όλη την χώρα, είχαν παραπεμφθεί και δικαστεί 1.130 στρατιωτικοί και πολίτες. Από αυτούς 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Οι εκκαθαρίσεις στο στράτευμα και την Αστυνομία-Χωροφυλακή υπήρξαν σαρωτικές. Σε σύνολο 5.000 αξιωματικών των τριών όπλων οι 1.500 περίπου που ήταν Φιλελεύθεροι αποτάχθηκαν ή αποστρατεύθηκαν.