1824 και ο σουλτάνος Μαχμούτ βρισκόταν σε αδυναμία να καταστείλει την Επανάσταση. και ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Το Μάρτιο του 1824 προχωρά σε συμφωνία με τον Μεχμέτ Αλή Αλή ο οποίος ζήτησε και πήρε Κρήτη και Κύπρο τοποθέτησε το θετό γιο του, Ιμπραήμ, διοικητή της Πελοποννήσου. Οι Έλληνες, βρίσκονταν σ΄ έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι πίστευαν ότι αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν χερσαίες επιχειρήσεις. ‘Ετσι αποφασίσθηκε, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.
Τα Ψαρά, ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να “εξαφανίσει” τα Ψαρά.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς). Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος. Έπειτα από ισχυρό κανιοβολισμό, οι Τούρκοι πέτυχαν την απόβαση των αγημάτων τους.
Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Οι μαχητές των Ψαρών έκαναν μία σειρά λαθών με πρώτο ότι δεν χρησιμοποίησαν καθόλου το στόλο τους.
Οι Τούρκοι του Χοσρέφ κατέβαλαν μέσα σε δύο μέρες το νησί. Τα όσα ακολούθησαν ήταν απίστευτα τραγικα.
Μόνη εστία αντίστασης παρέμεινε το Παλαιόκαστρο, η οχυρή θέση που δεσπόζει της Χώρας. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Όταν η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριταδοποθήκη για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.
Η καταστροφή και η σφαγή υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Από αυτή τη τραγωδία ο ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.