12 Ιουνίου 1958.
Ήμουν παιδάκι τεσσάρων χρόνων με τα σχισμένα κοντοπαντέλονα, αλλά την ημέρα εκείνη κάτι ήταν διαφορετικό στο χωριό μου τον Κοντεμένο. Τους έβλεπα όλους να κλαίνε, να τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί, θυμάμαι που ρωτούσα τη μητέρα μου, «γιατί κλαίνε όλοι στο χωριό;» χωρίς να παίρνω απάντηση. Άλλωστε, τι να μούλεγαν σε τέτοια ηλικία και να καταλάβαινα; Ξεθωριασμένες οι εικόνες… Θυμάμαι την καμπάνα του χωριού που έπαιζε πένθιμα, θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη θεία μου Χαριθέα να θρηνεί γοερά και αυτή και δεν καταλάβαινα. «Να μη φύγεις από το σπίτι, ο θείος σου ο Γιαννής πέθανε» θυμάμαι να μου είπε η μητέρα μου η οποία ντυμένη και αυτή στα μαύρα έφυγε κλαίγοντας για την εκκλησία. Αργότερα, όταν άρχισα να μεγαλώνω, άρχισα να μαθαίνω την ιστορία του χωριού μου. Την ιστορία που εκείνη την ημέρα μαυροφόρεσε όλο τον Κοντεμένο και άλλαξε τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων του.
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ.
Πέμπτη 12 Ιουνίου 1958. Την ημέρα εκείνη διαπράχθηκε ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα στο μικρό νησί μας. Ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από την αγγλο-τουρκική συμμαχία και με θύματα οκτώ Κοντεμενιώτες που σφαγιάστηκαν σαν αρνιά από τους Τουρκοκύπριους του Κιόνελι. Ήταν τεταμένη η περίοδος εκείνη. Η Αγγλία βλέποντας, λόγω του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, να χάνει την κυριαρχία του νησιού, είχε αγριέψει και συμμαχώντας με τους Τουρκοκύπριους προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει τα «κεκτημένα» της.
«ΤΡΕΞΤΕ…»
Το μήνυμα έφτασε στον Κοντεμένο γύρω στο μεσημέρι: «Τρέξτε και βοηθήστε τους κατοίκους της Σκυλούρας, σφαγιάζονται από τους Τούρκους». Η Σκυλούρα, που ήταν μικτό χωριό, είναι μερικά χιλιόμετρα από τον Κοντεμένο και με το άκουσμα του μηνύματος οι Κοντεμενιώτες δεν δίστασαν. Αρκετοί από αυτούς, κάπου 40 άτομα κυρίως νέοι, άρπαξαν ότι βρήκαν μπροστά τους, ξύλα, σίδερα κλπ, μπήκαν στα αυτοκίνητα και ξεκίνησαν για τη Σκυλούρα. Πριν όμως φτάσουν στο χωριό, συνελήφθησαν από αγγλικές δυνάμεις ασφαλείας οι οποίες αφού τους είπαν πως δεν συμβαίνει τίποτε εις βάρος των Ελληνοκυπρίων της Σκυλούρας, τους οδήγησαν στον αστυνομικό σταθμό Αγ. Δομετίου για ανάκριση. Στη συνέχεια και αντί να τους αφήσουν να επιστρέψουν στο χωριό τους, με τη συνοδεία αγγλικού στρατού τους οδήγησαν στον Κοντεμένο μέσω του τουρκοκυπριακού χωριού Κιόνελι.
Η ΣΦΑΓΗ
Φτάνοντας στο χωριό Κιόνελι, έγινε η μεγάλη σφαγή. Μέσα στα χωράφια είχαν κρυφτεί 200 ειδοποιημένοι από τους Άγγλους αιμοβόροι Τουρκοκύπριοι οπλισμένοι άλλοι με όπλα και άλλοι με χασαπομάχαιρα και περίμεναν. Και με το που έφτασαν τα αυτοκίνητα με τους Κοντεμενιώτες, πετάχτηκαν πάνω και άρχισαν να πυροβολούν και να σφάζουν. Πανικόβλητοι και ανυπεράσπιστοι οι Κοντεμενιώτες άρχισαν να τρέχουν μέσα στα χωράφια για να διαφύγουν. Άλλοι τα κατάφεραν, άλλοι όχι. Οκτώ νέοι Κοντεμενιώτες σφάχτηκαν και αποκεφαλίστηκαν σαν αρνιά… Και οι Άγγλοι δεν έκαναν καμιά κίνηση για να αποτρέψουν το φρικιαστικό αυτό έγκλημα.
Παρακολουθούσαν απαθείς… Κάτι που αποδεικνύει πως το μήνυμα «Τρέξτε και βοηθήστε τους κατοίκους της Σκυλούρας, σφαγιάζονται από τους Τούρκους», ήταν προμελετημένο για να επιτύχει αυτή η αιμοβόρα σφαγή. Άλλωστε ήταν η εποχή που σηματοδότησε την έμπρακτη συνεργασία των Τουρκοκυπρίων εξτρεμιστών με την αγγλική αποικιακή κυβέρνηση, με στόχο να καταπνίξουν τον αγώνα του κυπριακού λαού για απελευθέρωση. Χρησιμοποίησε τη Αγγλία την τουρκική βαρβαρότητα για να πετύχει το σκοπό της, αλλά δεν τα κατάφερε. Δύο χρόνια μετά, ανακηρύχθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Η ενοχή της τότε αγγλικής κυβέρνησης στη σφαγή των οκτώ Κοντεμενιωτών είναι αδιαμφισβήτητη. Απόδειξη πως μετά τη δίκη παρωδία που ακολούθησε κανένας δεν καταδικάστηκε παρά τις αδιάσειστες μαρτυρίες που είχαν δοθεί.
ΟΙ ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΕΣ
Οι οκτώ Κοντεμενιώτες που κατακρεουργήθηκαν από τους Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές του Κιόνελι είναι: 1. Χριστόδουλος Σταύρου, 34 χρόνων 2. Πέτρος Σταύρου, 21 χρόνων 3. Ιωάννης Σταύρου, 31 χρόνων 4. Γεώργιος Σταύρου, 17 χρόνων 5. Χαράλαμπος Σταύρου, 34 χρόνων 6. Ευριπίδης Κυριάκου, 24 χρόνων 7. Κώστας Μουρρή, 34 χρόνων 8. Σωτήρης Χατζηβασίλη, 17 χρόνων